from Mueller, Schoder
able: δυνατός ή όν
about: αμφί; lie about: κεῖμαι
above: ὑπέρ
accept: δέχομαι
accomplish: τελέω
,
κραιαίνω
accomplishment: έργον , ου , τό
according to κατά
account λόγος, ου
on account διά είνεκα
address: αγοράομαι,
αγορεύω,
πρόσφημι
μετάφημι;
προσεῖπον,
μετεῖπον
admirable αμύμων,
αμύμονος
advice ωουλ΄ ΄η, -ης
afar απάνευθε
after επί μετά
again, back again:
αῦτις,
πάλιν
aged: γεραιός,
ή, όν
alas: ώμοι
all: πᾶς , πᾶσα , πάν
allow εάω εάσς, έασα
alone: οἶος,
η, ον
along: παρά
aloof απόπροθεν
also: καί , τέ , δέ
although περ
always: αιεί , αιέν
amazed, be: θαυμάζω
among: μετά
anger: χόλος
, ου , ὁ
μένος
, εος , τό
μῆνις
, ιος , ἡ
to anger:
ερεθίζω , χολόω
angry: χωόμενος
, η , ον
another: άλλος
, η , ον
ancestral πατρίς
πατρίδος
another άλλος η
ο
answer: αμείβω
,
απαμείβομαι
any, anyone,
any thing: τὶς
, τὶ
apart: απάνευθε
appear: φαίνομαι to show
appease: ἱλάσκομαι
approach ̔ικνέομαι ̔ιξομαι ̔ικομην
arise: ανίστημι (to stand up); αναβαίνω
(to go up, to ascend)
γίγνομαι (to
become, to be, to arise)
army: στρατός , οῦ , ὁ ; λαός , οῦ , ὁ
around: περί
arrive αφ-ικνέομαι αφ-ίξομαι αφ-ικόμην
arrow: οιστός , οῦ , ὁ ;
κῆλον , ου , τό ; ἰός , οῦ , ὁ
as: ὡς , ὥς
ascend: αναβαίνω
assemble: αγείρω
assemble: ὁμηγερής, ές
assembly: αγορή , αγορῆς , ἡ
to the assembly: αγορήνδε . at
assign νέμς νεμές νεῖμα
at all: τί
at home: οίκοι
at some time: ποτέ
at the hands of: ὑπό
at the same time: ὁμοῦ
atone for: τίνω
attack: εποίχομαι
attempt πειράω
πειρήσω
πείρησα
attendant αμφίπολος ου
avail: χραισμέω
avoid αλέομαι αλεαμην
await μένς, μενες, μεῖνα μίμνω
away (from) από απάνευθε
awfully αινῶς
B
back, back again: άψ , αῦτις
bad κακός ή όν
bag ασκός
bait
(fish) δόλος ου
banquet: δαῖς
, δαίτος, ἡ
bar
μοχλός ου
base
πονηρός η ον
be (become): ειμί ,
γίγνομαι
beam δόρυ δουρός
bear: φέρω (to carry); τίκτω (to
give birth to)
beautiful: καλός , ή , όν
beauty: φυή , ῆς , ἡ
because: οὕνεκα , ὅτι , ἕνεκα
become: γίγνομαι
before
πρόσθε
beg
λίσσομαι ·······
λισάμην
beginning αρχή ῆς
believe
in πιστεύω πιστεύσο πίστευσα
belly
γαστήρ γαστέρος
beloved: φίλος , η , ον
beneficial, more κέρδιον
beside: παρά ; use
the dat.
best: άριστος,
η, ον
better: αμείνων,
ον
big μέγας
μεγάλη μέγα
bird: οιωνός, οῦ, ὁ
bird interpreter: οιωνοπόλος, ου, ὁ
biting: εχεπευκής,
ές.
black: μέλας,
αινα, αν
blame: επιμέμφομαι
blameless: αμύμων,
ον
blast
αυτμή ῆς
blessed μάκαρ
blaze: λαμπετάω
blood: αἵμα,
ατος, τό
board, go on board: αναβαίνω
boast: εύχομαι
body
σῶμα σώματος
bolt
κληίς κληῖδος
bone
οστέον ου
booty: ελώριον, ου, τό
born, be: γίγνομαι
both: αμφω
both...and...: καὶ... καί...; καὶ...τέ...; τέ...τέ....
boundary πεῖραρ
πείρατος
boundless: απερείσιος, η, ον; μυρίοι, αι, α
bow: τόξον,
ου, τό; βιός, οῦ, ὁ
boy παῖς παιδός
brave: καλός, ή, όν; ἀγαθός, ή, όν
bravest: άριστος,
η, ον
bread σῖτος ου
breath αυτμή ῆς
breasts μαζος
bright δῖος α
ον
λευκός η
ον
bright-eyed: ἑλικῶπις, ιδος
bring: φέρω , άγω
bring together: ξυνίημι , αγείρω
broad: ευρύς, εῖα, ύ
brother
κασιγνητός ου
build: δέμας, αος, τό
bull: ταῦρος, ου, ὁ
burn:
καίω ;
burn down: κατακαίω
busy about πονέομαι
πονήσομαι πονησάμην
but: δέ, γέ, δή, αῦτε, αλλά, αλλὰ καί
by:
use the dative, παρά
επί with dat., or
ὑπό
with gen.; by (means of)
διά
with acc.
by all means: μάλιστα
C
call: καλέω
camp: στρατός,
οῦ, ὁ.
can δύναμαι
δυνήσομαι
δυνησάμεν
care (for): κήδομαι
carry: φέρω
cast: βάλλω
cast προ·ίημι
προ·ήσω προ·ῆκα
catch fire ̔άπταμαι
̔αψομαι ̔αψάμην
cause: τεύχω, τίθημι
cause to go into: εισβαίνω
cause to go up (on board): αναβαίνω
cave
άντρον ου σπέος
cease, stop: παύω
certain, a: τὶς, τὶ
change
αμείβομαι αμείψομαι αμειψάμη
charm
χάρις χάριτος
check: παύω
cheese
τυρός οῦ
child: παῖς,
παιδός, ὁ, ἡ
choose
̔αιρέομαι ̔αιρήσομαι ̔ελόμην
city: πόλις , πόλιος , ἡ
clang: κλαγγή, ῆς, ἡ;
κλάζω
clearly
δή
close
πυκινός ή όν
collect: αγείρω
come: βαίνω, έρχομαι, ἱκνέομαι, οίχομαι, εῖμι
come!: άγε, άγετε
come upon: έπειμι, ἱκνέομαι, κιχάνω
command: μῦθος, ου,
ὁ
give a command: τέλλω,
κέλομαι
commander: κοσμήτωρ, ορος, ὁ
companion
̔εταῖρος ου
complete τελέω τελέω τέλεσα
comrade ̔εταῖρος
conceal
κρύπτω κρύψω κρύψα
concerning
αμφί
consider: φράζω
constrain βιάζω
contrive
μήδομαι μήσομαι μησάμην
corpse: νέκυς
, νέκυος,
council: αγορή, αγορῆς, ἡ; βουλή, ῆς, ἡ
counsel: βουλή,
ῆς, ἡ
countless: απερείσιος, η, ον; μυρίοι, αι, α
country
homeland πατρίς πατρῖδος
courage, take: θαρσέω
courageous αγήνωρ
courtyard
αυλή ῆς
covered at both ends: αμφηρεφής, ές
cow
βοῦς βοός
coward(ly): κακός, ή, όν
craftiness δόλος ου
cruel σχέτλιος η
ον
crush: δαμάζω
cry out in pain οιμόζω
οιμώξομαι οίμωξα
cunning δόλος ου
curb: παύω
custom δίκη ης
D
dare τλάω
τλήσομαι τλῆν
darling: φίλος, η, ον
dark μέλας
μέλαινα μέλαν
dart: κῆλον,
ου, τό; βέλος,
εος, τό
daughter: θυγάτηρ,
θυγατέρος , ἡ; παῖς, παιδός, ἡ
Dawn ̔εώς ̔εόος
day ῆμαρ ήματος
dead,
be (have died): θνήσκω
deadly
ολοός ή όν
dear
φίλος η ον
die. dead body: νέκυς, νέκυος, ὁ
death: θάνατος, ου,
ὁ
deceive λανθάνω λήσω λάθον
deed: έργον, ου,
τό.
deep βαθύς εῖα ύ
πόντος ου
defend: αμύνω
delightful γλυκύς εῖα ύ
depart: βαίνω, ἀποβαίνω
desire: θυμός, οῦ, ὁ
destroy: ολέκω, ὁλλυμι
destroy utterly: απόλλυμι.
destruction: λοιγός, οῦ, ὁ
devise
̔υφαίνω ̔υφανέω ̔ύφηνα
devour έσθω
die:
θνήσκω
difficult
χαλεπός ή όν
digest: καταπέσσω
dinner
δεῖπνον ου
discover
̔ευρίσκω ̔ευρήσω ̔εῦρον
disease
νοῦσος ου
dishonor: ατιμάζω
dismiss: λύω
disposed, well: εὺ φρονέων
distress
άλγος
άλγεος τείρω
divide: δατέομαι
divine: δῖος,
α, ον;
θεοείκελος, η,
ον
divinity: θεά, ᾶς,
ἡ; θεός, oῦ,
ὁ
do: ποιέω
ποιήσω
ποίησα
do wrong
αδικέω
αδικήσω αδίκησα
dog: κύων, κυνός
, ὁ, ἡ
door θύρη ης
doubt
no doubt που
down (from): κατά with
gen. and acc.
drag
ερύω .....έρυσα ̔έλκα
draw ερύω .....έρυσα
I draw water
wine αφύσσω αφύξω άφυσα
drink πινω
drive
αγ
ελαύνω ελάω έλασα
drive back: πάλιν πλάζω; παλιμπλάζω
dwell
οικέω
οικήσω οίκησα
E
each ̔έκαστος
each other άλληλοι
eager πρόφρων ον
earth: χθών, χθονός, ἡ
easy
̔ρηίδιος η ον
eat
εσθίω έδομαι φάγον
έδω
edge
άκρον ου
either...or...: ὴ...ὴ...; after
negatives: ούτε...ούτε....
else άλλος η
ο
elsewhere: άλλῃ
elude
λανθάνω λήσω λάθον
encampment: στρατός,
οῦ, ὁ.
end πεῖραρ
πείροτος
endure αν·έχομαι
αν·έξομαι
enjoin: τέλλω
enrage: χολόω
;
be enraged: άχνυμαι, χώομαι.
enter εις·έρχομαι εις·ελεύσομαι εις·ελθον δύω
entire
οῦλος η ον
entrance πύλη ης
entreat: λίσσομαι
err
̔αμαρτάνω
̔αμαρτήσομαι
̔άμαρτο
escape: φεύγω
escort: πέμπω
especial(ly): μάλα,
μάλιστα
eternal αθάνατος η
ον
even και
not even ουδέ μηδέ
even
though: καί. ever:
πώ,
ποτέ
forever: αιεί, αἰέν. every: πᾶς,
πᾶσα, πάν
every
πᾶς πᾶσα πᾶν
everything (all things): πάντα, ων, τά
evil: κακός, ή, όν
evilly: κακῶς
exceedingly
λίνε
περί
excellent εσθλός η όν κλυτος
expect έλπω έλπομαι
experience πάσχω πείσομαι πάθον
extreme
άκρος η ον
exult
εύχομαι εύξομαι ευξάμην
eye(ball): όσσομαι; όφθαλμός, οῦ, ὁ
eyebrow οφρύς εφρύος
eyelid
βλέφαρον ου
eyes: όσσε
F
faith in πιστεύω πιστεύσω πίστευσα
faithful
ερίηρος ον
fair: καλός, ή, όν
fair-haired: ηύκομος, ον
fall: πίπτω
famous
κλυτός ον
far,
by far: όχα, πολύ, πολλόν
far away: τήλοθι
fast
ταχύς εῖα ύ
fasten
̔άπτω ̔άψομαι ̔άψα δέω δήσω δῆσα
fat:
κνίση, ης, ἡ; πίων, πίειρα, πῖον
fate
μοῖρα ης
father: πατήρ, πατέρος ὁ
fatherland: πάτρη, ης, ἡ
fear: δείδω
feed
τρέφω θρέψω θρέψα
feel
επι·μαίομαι
επι·μάσσομαι
επι·μασσάμην
fellow άνθρωπος
female θῆλυς
θήλεια θῆλυ
few ολίγος η
ον
fight: μάχομαι
fill: πίμπλημαι
fillet: στέμμα, ατος, τό
find: κιχάνω
fine ευ·εργής ές
fire: πῦρ, πυρός, τό
first: πρῶτος, η, ον
first(ly), at first: (adv.) πρῶτον, πρῶτα
fitting, be fitting: επέοικα, έοικα
flashing-eyed: ἑλικῶπις, ιδος
flee φεύγω φεύξομαι φύγον
flesh σάρξ σαρκός κρέα κρεῶν
fly
(away): φεύγω
flock μῆλον
flow ̔ρέω
fluid ̔υγρός ή όν
fold
αυλή ῆς σηκός οῦ
food σῖτος ου εῖδαρ εῖδατος
foolish νήπιος η
ον
for:
prep. (use the dat.); conj.: γάρ
for this reason: τούνεκα
forest
̔ύλη ης
forever αιεί
forgetful λανθάνομαι λήσομαι λαθόμην
friend φίλος ου
from
από εκ παρά πρός
free, set: λύω, απολύω
from: use the gen., or εκ ,
παρά, από with gen.
from the time when: εξ οὗ
fruit
καρπός οῦ
fulfill: τελείω
G
gate
πύλη ης
gather
together: αγείρω
gift: δῶρον, ου, τό
gigantic
πελώριος η
ον
girl: κούρη, ης, ἡ.
give: δίδωμι; έπορον
give back: αποδίδωμι
give up: προΐημι; αποδίδωμι
glorious: αγλαός, ή, όν; δῖος, η,
ον
glory: κῦδος, εος, τό
go: βαίνω, εῖμι,
έρχομαι, κίω
go down, descend:
καταβαίνω
go on board, go up, ascend: αναβαίνω
goat: αίξ, αιγός, ὁ, ἡ
god: θεός, oῦ,
ὁ
goddess: θεά, ᾶς, ἡ
godlike: δῖος, α, ον; θεοείκελος, η, ον
gold(en), of gold: χρύσεος, η,
ον
good(ly): καλός, ή, όν; αγαθός, ή, όν; κρήγυος,
η, ον
grant: δίδωμι; έπορον
grayish πολιός ή
όν
great: μέγας, μεγάλη, μέγα
greater: μείζων,
ον
greatly: πολύ, πολλά, μάλα, μέγα
grief: άλγος, αλγεος, τό
grieve: κήδω
groan στενάχω
ground: χθών,
χθονός,
ἡ
grow αέξω
αεξήσω
αέξησα αέξομαι
grudge: κότος, ου, ὁ
guest
ξεῖνος ου
guide: ἡγέομαι
gulf
λαῖτμα
λάιτματος
H
Hades: Ἄις, Ἄιδος, ὁ
half ̔ήμισυς
halt ̔ίστημι στήσω στῆσα ̔ίσταμαι
hand: χείρ, χειρός, ἡ.
handmaid αμφίπολος
happen
γίγνομαι γενήσομαι γενόμην γέγαα
happy μάκαρ
happily: εῦ, εύ
harsh: κακός, ή, όν
harshly: κακῶς
hasten
σπεύδω σπεύσω σπεῦσα
hate
μισέω
μισήσω μίσησα
hateful: εχθρός, ά, όν
most hateful: έχθιστος, η, ον
have: έχω
heap up
χέω χεύω χεῦα αφύσσω αφύξω άφυσα
hear: κλεύω ,
ακούω
hearken (to): συντίθημαι, κλεύω , ακούω.
heart:
κῆρ, κῆρος, τό; φρήν, φρενός ἡ; θυμός, οῦ, ὁ
heaven: ουρανός, οῦ, ὁ
heavenly
θεσπέσιος η
ον
from heaven: ουρανόθεν
heavy: βαρύς, εῖα, ύ
heed,
give heed to: κλεύω
help: χραισμέω
here:
ενθάδε
hereafter όπισθεν οπίσω
hero:
ἥρως , ἥρωος, ὁ
hesitate to ̔άξομαι
hide κεύθω κεύσω κύθον κρύπτο κρύψω κρύψα
high ̔υψηλός ή όν
hiss
ιάχω
hither: δεῦρο
hold: έχω
̔έξω
σχήσω
σχόν
hold a grudge: κατέω,
κότον έχειν
hollow:
κοῖλος, η, ον
holy
ιερός ή όν
home:
οῖκος, ου, ὁ; δῶμα, ατος, τό
at home: οίκοι
home(ward): οίκαδε,
οῖκόνδε
honey-sweet μελιηδής ές
honor: κῦδος,
εος, τό
honorable δίκαιος η ον
hope
έλπω έλπομαι
host: στρατός, οῦ, ὁ
house
οῖκος
ου
how ?: πῶς.
however δέ
human βροτός ή
όν
hurl: ἵημι, βάλλω
hurl upon: ἐφίημι
i
i :
εγώ, μεῦ
if : ήν, αι, ει
imagine
οίω
οίομαι
οίσομαι
οισάμην
immediately: αυτίκα, αῖψα
immortal αθάνατος η ον
implore: λίσσομαι
in: εν
in order that: ὅπως, ὥς, ἵνα
in person: αυτός, ή, όν
increase αέξω αεξήσω αέξησα
indeed ῆ δή
inferior:
χέρης, ες, χερείων, ον
inhabit οικέω οικήσω οίκησα
injure αδικέω αδικήσω αδίκηα
inquire (from) πεύθομαι πεύσομαι πυθόμην
inside (of) ένδον
έντοσθεν
insult: ατιμάζω
intend
μέλλω
μελλήσω μέλλησα
into: εις, ἐς είσω
it ὁ, ἡ,
τό;
αυτός, ή, ό; μίν
J
journey ̔οδός οῦ
judge κρίνω
κρινέω κρῖνα
just δίκαιος η
ον
justice δίκη ης
K
keen οξύς εῖα ύ
kill: ολέκω, όλλυμι, απόλλυμι
kindle: όρνυμι
kindly disposed be:
εὺ φρονέων
king:
άναξ, άνακτος, ὁ; βασιλεύς, βασιλῆος, ὁ
kingdom
βασιλείη ης
knee γόνυ γούνατος
know: γιγνώσκω, οίδα
L
labor at πονέομαι πονήσομαι
πονησάμην
lamb: άρην, αρνός, ὁ, ἡ
land γαῖα ης
large
μέγας μεγάλη μέγα
last
̔ύστατος η
ον
later: ὕστερος, η, ον
lawful θύμις εστί
lead, lead away: άγω
lead the way, guide: ἡγέομαι dat.
learn
μανθάνω μαθήσομαι μάθον
leave: λείπω.
length μῆκος μήκεος
let εάω εάσω έασα
lie: κεῖμαι
life ζωή ῆς βίος ου ψυχή ῆς
lift up αείρω .....άειρα
light
φάος φάεος
like (to)
̔ομοῖος η ον
like unto, be: είκω dat.
limb
μέλος μέλεος
live: ζώω ζώσω ζῶσα
loiter: δηθύνω
long
μακρός ή όν
long after ποθέω ποθήσω πόθησα
long to do something ποθέω ποθήσω πόθεσα
longer: έτι
no longer: ου έτι
look, look out upon: δέρκομαι, ὁράω
loom: ἱστός,
οῦ, ὁ
loose: λύω
lose: ὁλλυμι
lost, am ολλύομαι
ολέσομαι
ολόμην ολωλα
loud-roaring: πολύφλοισβος,
ον
love: φιλέω.
lovely: φίλος, η, ον
Μ
maiden: κούρη, ης, ἡ
make: τεύχω
male έαην
man: ανήρ, ανέρος , ὁ
ordinary man, mere human being: άνθρωπος, ου, ὁ
manliness
αρετή ῆς
manly
αγήνωρ αγήνορος
many: πολλός, ή, όν
meal
δεῖπνον ου
measure μέτρον ου
μοῖρα ης
meat κρέα κρεῶν κρέας
middle (of) μέσος η
ον
might:
(noun) μένος, εος, τό
mightily: ῖφι
mightier: κρείσσων, ον
mightily: μέγα, ἶφι
mighty: μέγας, μεγάλη, μέγα
milk αμέλγω
mind: φρήν, φρενός, ἡ; νόος, ου, ὁ
mingle μίσγω μίξω μίξα
miserable λυγρός ή όν
mix μίσγω μίξω μίξα
money χρήματα
χρημάτων χρῆμα
more
safely: σαώτερος, η, ον
mortal θνητός ή όν βροτός ή όν
most glorious: κύδιστος, η, ον
most hateful: έχθιστος, η, ον
mother: μήτηρ, μητέρος, ἡ
mountain όρος όρεος
mourn γοάω γοήσομαι γόησα
much:
πολλός, ή, όν; πολύς, πολλή,
πολύ
mule: ουρεύς, ῆος, ὁ
muse
Ν
name
όνομα ούνομα ονόματος
nature φύσις φύσιος
near
εγγύς άγχι άσσον εγγύθεν σχεδόν εγγύς
neither...nor...: ούτε...ούτε...; μήτε...μήτε....
necessary it is
χρή
necessity ανάγκη ης
neck
αυχήν αυχένος
nectar
νέκταρ νέκταρος
need
ανάγκη ης
neither: ούτε
never (not ever), not ever at any
time: ούπω
night
νύξ νυκτός
nine days: ἐννῆμαρ
noble: καλός, ή, όν
noblest: άριστος, η, ον.
noise: κλαγγή, ῆς, ἡ.
none
ουδείς ουδεμία ουδέ μηδείς μηδεμία
nor: ούτε, ούδέ, μηδέ.
not: ου
nourish
τρέφω θρέψω θρέψα
now: νῦν.
Ο
obey: πείθομαι
old: γεραιός, ή, όν
old age: γῆρας, αος, τό
old man: γέρων, οντος, ὁ; γεραιός,
οῦ, ὁ
on: επί, dat
on account of: use the gen, εἵνεκα, ἕνεκα gen.
once: ποτέ
one: εἷς,
μία, ἕν
which one ?: τίς, τί
ones...others...: οἱ μὲν...οἱ δέ....
or: ἤ (ἐή);
whether...or...: εἴτε...εἴτε....
only μοῦνος η ον
opinion δόξα ης
or
ή
order, give orders: μυθέομαι,
κέλομαι, τέλλω
other: άλλος, η, ον
our: ὑμέτερος, η,
ον
ourselves: ἡμεῖς
outwit: παρέρχομαι
P
pain
άλγος άλγεος
partake: ἀντιάω
pass (by) παρα έρχομαι
path
κέλευθος
pay τίνω τίω τείσω τίσω τείσα τίσα
peace
ειρήνε ης
pen
σηκός οῦ
people: λαός,
οῦ, ὁ
perceive
νοέω νοήσω νόησα
perchance: κέ,
κέν, άν
perform: τεύχω
perhaps: κέ,
κέν, άν
perish: aπόλλυμι
person, in: αuτός,
ή, όν
persuade: πείθω
pick
for myself ̔αιρέομαι ̔αιρήσομαι ̔ελόμην
pick out
κρίνω κρινέω κρῖνα
pity
ελεέω .... ελέησα
place: τίθημι
plague: νοῦσος, ου, ἡ; λοιμός, οῦ, ὁ
plan: βουλή,
ῆς, ἡ
pleasant
̔ηδύς
̔ηδεῖα ͂ηδύ
be pleasing: ἁνδάνω dat.
pleasing: χαρίεις, εσσα, εν
pleasure ̔ηδονή ῆς
pole
μοχλός οῦ
possess νέμομαι νεμέομαι νειμάμην
possession χρῆμα χρήματος
possible δυνατός ή όν
pour χέω χεύω χεῦα εκσεύω
power
κράτος
κράτεος
pray:
εύχομαι, αράομαι
prayer: ευχωλή, ῆς, ἡ
prefer: προβούλομαι
prepare τεύχω τεύξω τεῦξα
present
at νῦν
verb οπάζω οπάσσω όπασα
priest: αρητήρ, ῆρος, ὁ; ἱερεύς, ἱερῆος, ὁ
prize of
honor: γέρας, αος, τό
proceed στείχω .... στίχον
produce ποιέω ποιήσω ποίησα
property
χρῆμα
χρήματος
prophet: μάντις,
ιος, ὁ
prosperity όλβος ου
protect: αμφιβαίνω, ανάσσω
punish
τίνομαι τίσομαι τισάμην
pursue διώκω διώξω δίωξα
pussy μοῦνι αιδία
put: τίθημι, βάλλω
Q
quarrel: ερίζω; έρις, ιδος, ἡ
quick καρπάλιμος ον
quickly: αῖψα
quite μάλα
R
rage: χόλος, ου, ὁ; μένος,
εος, τό;
μῆνις, ιος, ἡ
rain όμβρος ου
raise αείρω ....
άειρα
ransom: άποινον,
ου, τό; λύομαι
rather than: ή
ready
πρόφρων ον
I make ready τεύχω τεύξω τεῦξα τέτυγμαι
rear τρέφω θρέψω θρέψα
reason
λόγος
ου
receive δέχομαι
αποδέχομαι
reckless σχέτλιος η
ον
recognize: γιγνώσκω
refrain from απ·έχω
regard: ἀλεγίζω gen.
rejoice: χαίρω
region χῶρος ου
rejoice χαίρω χαιρήσω χάρην
release: λύω, ἀπολύω
remain: μένω
reply
αμείβομαι αμείψομαι αμειψάμην
request αιτέω αιτήσω αίτησα
rescue ρύομαι ρύσσομαι ρυσάμην
respect αιδέομαι αιδέσομαι αιδεσσάμην ̔άξομαι
return:
νέομαι, ἱκνέομαι
return home(ward): απονοστέω, οίκαδε ἱκνέομαι
reveal: αναφαίνω
rich
πίων πίονος
right ορθός ή όν
a right θύμις θέμιστος
it is right θέμις εστί
river
ποταμός οῦ
road
̔οδός οῦ κέλευθος
roam
φοιτάω φοιτήσω φοίτησα
roar: κλαγγή, ῆς, ἡ
rock
πέτρη ης
roof
over: ερέφω
round about: περί
rouse: ανίστημι, όρνυμι
rule over: ανασσω gen.; κρατέω gen.
ruling: κρείων, ουσα, ον
ruthless νηλεής ές
S
sacred:
ἱερός, ή, όν
very
sacred: ζάθεος, η, ον
sacrifice: ἱερόν, οῦ, τό
safe(ly):
σόος, η, ον
safer, more safely: σαώτερος, η,
ον
sail πλέω πλεύσομαι πλεῦσα
sake
for the sake of
ʼείνεκα
salty
̔αλμυρός ή όν
same
αυτός ή ό ̔άμα
save: σαόω
savor: κνίση, ης, ἡ
say: αγορεύω, φημί, εῖπον
sea: θάλασσα,
ης, ἡ
search after ζητέω ζητήσω ζήτησα
seat oneself, sit down: καθέζομαι
seated
̔ήμενος η ον
second
δεύτερος
see: ὁράω,
λεύσσω, είδω
seek
ζητέω
ζητήσω ζήτησα
seem: είδομαι,
είκω
seemly, be:
είκω
seer: μάντις, ιος, ὁ; οιωνοπόλος,
ου, ὁ
seize μάρπτω μάρψω μάρηα
select: κρίνω
self:
αυτός, ή, όν
(self)same day: αυτῆμαρ
send:
πέμπω, προϊάπτω, ἵημι
send away:
αφίημι
senseless άφρων ον
separate
κρίνω κρινέω κρῖνα
seven
̔επτά
shameful αισχρός ή όν
share: αντιάω
sharp:
εχεπευκής, ές.
sheep μῆλον ου όϊς όϊος
shining: αγλαός, ή, όν
ship: νηῦς, νηός, ἡ
shit
σκατά σκῶρ
shoot: βάλλω
shoulder:
ῶμος, ου, ὁ
shout βοάω βούσω βόησα ιάχω γεγωνέω
show
φαίνω φανέω φῆνα
I show myself φαίνομαι φανέομαι φάνην
shrewd πυκινός ή όν
sickness νοῦσος ου
silent, in silence: ακέων, ουσα, ον
silver,
of silver: αργύρεος,
η, ον
similar ̔ομοῖς ... ον
simple
νήπιος η
ον
since: επεί
sing: αείδω
sit down: ἧμαι,
καθέζομαι
sitting ̔ήμενος η
ον
sky
ουρανός οῦ
sleep ̔εύδω
̔ευδήσω ̔εύδησα
slight: ατιμάζω.
small ολίγος η
ον
so
that: ὅπ(π)ως,
ὥς
soft μαλακός ή όν
soil
άρουρα ης
some (one): τὶς, τὶ
somehow τως τι
sometime
ποτέ
son ̔υιός οῦ
soon
τάχα
son: υἱος,
οῦ, ὁ
sort
οῖος η ον
soul:
ψυχή, ῆς, ἡ; θυμός, οῦ, ὁ; φρήν, φρενός, ἡ
sound φωνή ῆς
speak: φημί, μυθέομαι, αὐδάω, εἴρω, εἶπον
speak among:
μετάφημι, μετέειπον
speak
to: προσεῖπον,
εἶπον
speech
λόγος ου
spirit:
θυμός, οῦ, ὁ;
φρήν, φρενός, ἡ
splendid:
αγλαός, ή, όν
spoke
among: μετέειπον
spread out πετάννυμι .... πέτασα
stand: ἵστημι
stay
μένω μενέω μεῖνς μίμνω
stealthy, be: κλέπτω
steep
αιπύς εῖα ύ
stern: κρατερός, ή, όν
still:
έτι
stone
λίθος ου
storm όμβρος ου
stout παχύς εῖα ύ
straight ορθός ή όν
strand: θίς, θινός, ἡ
stranger ξεῖνος ου
strength
κράτος κράτεος
strife: έρις, ιδος, ἡ
strike
βάλλω βαλέω βάλον
τύπτω τύψω τύψα
strive: ερίζω
strong: κρατερός,
ή, όν
such ̓ουτως
suddenly αῖψα
suffer πάσχω
πείσομαι πάθον
suggest: τίθημι
summit: κάρηνον, ου,
τό
summon: καλέομαι
suppose οΐω
οΐομαι οΐσομαι
οΐσάμην έλπω
surely: ῆ, δή,
μέν, μήν, μά
swear: όμνυμι
sweet ̔ηδύς
̔ηδεῖα ̔ηδύ
γλυκύς
γλυεῖα γλυκύ
γλυκερός ή
όν
swift: θοός,
ή, όν
T
take
λαμβάνω λήψομαι λάβον
take away
αφ·αιρέομαι αφ·αιρήσομαι αφ·ελόμην
take hold of αίνυμαι
take up αείρω ..... άειρα
tame
δαμάζω δαμάω δάμασσα
teach διδάσκω διδάξω δίδαξα
tear: δάκρυ,
υος, τό
tell:
φημί,
μυθέομαι, εἴρω, εἶπον
temple:
νηός, οῦ, ὁ
tenth δέκατος η ον
terrible: δεινός, ή, όν
than:
(use the genitive
after comparatives); ή
that: conj. όφρα,
ἵνα, ὅτε
(because) that: ὅτε
then: τότε, έπειτα
there: (implied in the verb); αυτοῦ
therefore:
τούνεκα
therein: ες, εις, εν
these two: σφωέ
thick
παχύ́ς εῖα ύ πυκινός ή όν
thigh
μηρός οῦ
think:
ὀίω (οἴω),
φράζω
this (thing):
ὁ, ἡ, τό; οὗτος,
αὕτη, τοῦτο; ὅδε,
ἥδε, τόδε
though,
however much: πέρ
though...yet...: δὲ...δέ....
through: διά
throughout: κατά, ανά
throw
βάλλω βαλέω βάλον
thus:
ὡς, οὕτως
tie
δέω δήσω δῆσα
time κρόνος ου
tip άκρον ου
to,
toward: εις ες, επί, πρός είσω
together with ̔άμα
tongue: γλῶσσα, ης, ἡ
topmost
άκρος η ον
touch
επι.μαίομαι επι.μάσσομαι επι.μασσαμην
towards επί πρός
town άστυ άστεος
tree δένδρεον ου
trickery δόλος ου
trouble
πόνος
ου
true
ορθός
ή όν αληθής ές
trust
(in): πείθομαι dat.
try
πειράω πειρήσω πείρησα
turn πρέπω τρέψω τρέψα
τρέπομαι τρέψομαι τρεψάμη
twice
δίς
two: δύο δύω
U
unbought: απρίατος, η,
ον
under ̔υπό
understanding
φρονέω
φρονήσω φρόνησα
unless δι
μή
unseemly: αεικής, ές
until: όφρα
up, up through:
ανά
upon: εν, επί, ανά
uproar: κλαγγή,
ῆς, ἡ
urge: κέλομαι
utter: μυθέομαι
V
valiant: ίφθιμος, η
ον
vapor αϋτμή ῆς
very: πέρ, μάλα,
μέγα, πολύ,
πολλόν, πολλά
very mighty:
μέγιστος, η,
ον;
κρείσσων, ον
very sacred:
ζάθεος, η, ον
violence βίη ης
βιάζω
voice φωνή ῆς
φθόγγος ου
vow:
ευχωλή, ῆς, ἡ
W
wagon άμαξα ης
wait κλαίω
κλαύσω κλαῦσα
wander αλάομαι ....
αλήθην αλάλημαι
war: πόλεμος, ου, ὁ
warrior: ἥρως, ωος, ὁ
water ̔ύδωρ
̔ύδατος
wave κῦμα
ͅύματος
wealth
χρήματα
χρημάτων
wear out (tr.)
τείρω
weave
̔υφαίνω
̔υγανέω ̔ύφηνα
weep
γοάω
γοήσομαι γόησα
κλαίω
κλαύσω κλαῦσα
well: εύ, εῦ
well disposed, be: εὺ φρονέων
well-greaved: ευκνήμις, ιδος
well-made ευ.εργής ές
whatever
̔ό τι
whence ? πόθεν
when (ever) επεί ̔ότε ῆμος
where ? ποῦ
from where πόθεν
while
̔εῖος
white λευκός ή όν πολιός ή όν
whole
̔άπας ̔απασα ̔άπαν πᾶσα πᾶν
wicked πονηρός ή όν
wide
ευρύς εῖα ύ
wife: άλοχος, ου, ἡ
wild
άγριος η ον
will: βουλή, ῆς, ἡ
willing, be: εθέλω, βούλομαι
win over
πείθω πείσω πεῖσα
wind άνεμος ου
wine οῖνος ου
winning
μειλίχιος η
ον
wise
σοφός
ή όν
wish: βούλομαι, ἐθέλω
with: σύν, ἅμα (dat.); use the dat.
within:
εν, είσω
woe: άλγος, εος, τό
woman γυνή γυναικός
wood ̔ύ́λη ης
word: έπος, εος, τό
work: έργον ου
εργάζομαι
world κόσμος ου
worthless πονηρός ή
όν
wrath: μῆνις, ιος, ἡ; χόλος,
ου, ὁ;
μένος, εος, τό.
Y
yearn ποθέω
ποθήσω πόθεσα
yes:
ναί.
yet: έτι.
zealous(ly): πρόφρων, ον.