500 -
lead ἄγω,
ἄξω, ἤγαγον,
ἦχα, ἦγμαι,
ἤχθην
go
βαίνω,
βήσομαι, ἔβην,
βέβηκα, —, —
throw, smite βάλλω, βαλῶ,
ἔβαλον,
βέβληκα,
βέβημαι, ἐβλήθην
give δίδωμι,
δώσω, ἔδωκα, δέδωκα,
δέδομαι, ἐδόθην
am εἰμι,
ἔσομαι, —, —, —, —
go εἶμι,
—, —, —, —, —
speak, say εἴρω, ἐρέω, εἶπον, εἴρηκα,
εἴρημαι, ἐρρήθην
come, go ἔρχομαι, ἐλεύσομαι,
ἧλθον, ἐλήλυθα,
—, —
set, stand ἵστημι, στήσω,
ἔστησα / ἔστην, ἕστηκα,
ἕσταμαι, ἐστάθην
see ὁράω,
ὄψομαι, εἶδον, ἑόρᾱκα
/ ἑώρᾱκα, ἑώρᾱμαι / ὦμμαι, ὤφθην
take, put τίθημι, θήσω,
ἔθηκα, τέθηκα, τέθειμαι, ἐτέθην
say, declare φημί, φήσω, ἔφησα, —, —, —
Verbs 200 - 500
αἱρέω … choose, take
αμείβω . . . reply, answer,
exchange
αυδάω
. . . speak
γίγνομαι
. . . become, be born
εθέλω . . .
desire, wish, will
ἕπω . .
. be busy; follow
ἵημι
. . . release, send
(forth)
ἱκνέομαι
. . . attain, arrive at, come to
κεῖμαι
. . . be placed, situated, lie
κτείνω
. . . kill
λείπω
. . . leave (behind), abandon
μένω
. . . stay, remain, await
οἷδα
. . . know ὄλλυμι
. . . destroy
όρνυμι . . . arouse, incite
πείθω
. . . persuade
πίπτω
. . . fall
φέρω
. . . carry, bear, bring
φεύγω
. . . flee
φωνέω
. . . speak out loud
χέω
. . . pour (out), shed
Verbs 100 - 200
αγορεύω . . . accost, harangue
αΐσσω . . . dart
ακούω . . . hear
αμύνω . . . defend, ward off
ανώγω . . . bid, command
άρχω
. . . begin, lead
γιγνώσκω
. . . (come to) know
δάμνημι
. . . subdue, tame
δείδω
. . . dread, fear
δέχομαι
. . . accept, receive
δύναμαι
. . . be able
δύω
. . . enter, don, put on
εάω . . . allow, permit, let
ἕζομαι
. . . sit down
είρω . . . say, declare
ελάω . . . drive (back), strike
έοικα . . . be like, suit, befit
ερύω . . . drag off, draw
εύχομαι . . . vow, pray, declare
ἧμαι
. . . sit
θνῄσκω
. . . die, be killed
ἱκάνω
. . . arrive at, reach
καλέω
. . . call, summon
καλύπτω
. . . cover, hide
κελεύω
. . . urge, order
κίω
. . . go (away)
κλύω
. . . listen (attentively)
λαμβάνω . . . take
λέγω
. . . gather, tell
λύω
. . . release, (let) loose
μάχομαι
. . . fight
μέμαα
. . . be eager, press on
μιμνήσκω
. . . remind, recall
ναίω
. . . dwell, inhabit
νέομαι
. . . go (back), return
νοέω
. . . perceive, think
οίχομαι . . . depart, be gone
οίω . . . expect, think
οτρύνω . . . urge on
πάσχω
. . . suffer
παύω
. . . stop
πέλω
. . . am
πέμπω
. . . send, escort
πνείω
. . . breathe; be prudent
ῥέζω
. . . work, offer
σεύω
. . . start on, drive; rush (at)
τελέω
. . . finish, complete
τέρπω
. . . delight
τεύχω
. . . make
τίκτω
. . . beget, bring forth
τρέπω
. . . turn
φαίνω,
φάω . . . reveal,
show
φράζομαι
. . . point out, indicate
φρονέω
. . . intend, purpose, plan
χαίρω
. . . be glad, rejoice
Verbs: 50 -100
αγείρω . . . collect
ἅλλομαι
. . . leap
ανάσσω . . . rule, reign as king
ἅπτω
. . . fasten, lay hold
αραρίσκω
. . . fit (together)
άχνυμαι . .
. grieve
δαίνυμι
. . . distribute, feast
δέω
. . . bind
εγείρω . . . arouse, awake
έδω . . . eat
είδομαι . . .
seem, see
είρομαι . . . inquire
ἕλκω
. . . drag
έλπω
. . . hope, foster hope
ἕννυμι
. . . clothe
έρδω . . . sacrifice, do
ερύκω . . . restrain, refrain
εὕδω
. . . sleep
εὑρίσκω
. . . find
ζώω
. . . live
ημί . . . speak, say
θέω
. . . run
ἵζω
. . . set, make sit
ίσχω . . . hold, check
καίω
. . . burn, kindle
κέλομαι
. . . exhort, command
κιχάνω
. . . happen, find, encounter
κλαίω
. . . weep
κλίνω
. . . lean, sink
κρίνω
. . . decide, adjudicate, select
λανθάνω
. . . forget, overlook
λίσσομαι
. . . plea
μάρναμαι
. . . fight
μαχέομαι
. . . fight
μέλλω
. . . be about to
μέλω . . . have care
for, concern
μίμνω
. . . remain, await
μίσγω,
μίγνυμι
. . . mix, mingle
μυθέομαι
. . . relate, tell, narrate
νέμω
. . . graze, pasture, distribute
νοστέω
. . . return
οδύρομαι . . . lament
ονομάζω . . . name, designate
οπάζω . . . attend, bestow
ὁρμάω
. . . set in motion; rush
ορούω . . . spring