Xenophon from Loeb Hadavas,
Byrne and Cueva
2400 years
ago in Greece
An Ephesian Tale
̔εμέρᾱ άρτι διαγελώσης
day had begun to smile
και
̔ήλιο
κατανγάζοντα ανα Αργος ,
and the sun began
shining on the
Argos
̔ος ̔ουρμιζε εν λιμηι ̔ροδης
which was anchored
in the harbor of-Rhodes .
επι νεώς
on
board
εσοντι σῦνωρις πλοῦκορήων , Xλόη και Δάφνη ,
was a pair
of-wealthy-Greek-girls ,
Chloe and Daphne ,
̔ος
ωνέαντo πορος ανα ναυξι .
who had-booked
passage on the
ship.
̔αι έρκαντο ες αιγύπτιον
they were-traveling to
Egypt
τε
αποφευγοντας εκ τάων
άφυκτοσας
γάμοσας
escaping from their
inevitable marriages.
τᾱις
̔ιπποκομοσας έσαντο τε
λίας
γεραιος και
δυσειδης
their grooms were both
too old and
ugly.
τε
εν
αιγυπτι διδόσκωσι
̔ελλην και
ποικιλμαν
in Egypt
they-would-teach Greek and sculpture .
επι
ταυτηι
καληι
̔εωι , εκ
καταστρωμας Αργος
on this
beautiful morning , from the
deck of the
Argos ,
τᾱ θαυμαζονται λιμην
they were-admiring the
harbor
συν
ται
μεγα
εικων ̔ηλιος
, θεό ̔ήλιος
with its giant
statue of-Helios, god of-the-sun,
εμβεβώς λιμην εισοδᾱ
straddling the harbor entrance
.......
έτυχον μὲν
τινοσας
πειρατοσας Φοίνικες
τὸ γένος,
it-so-happened-that some pirates of Phoenician origin
̔ουρμίζαντο ἐν λιμηι παρα αργᾱι
were-anchored in harbor
next to-the-Argos
εν μεγάλῃ τριήρει:
in
a great trireme ;
δὲ
̔ουρμίζαντο εκει ̔ως
έχοντες
φορτίον
they-moored there
, as if carrying cargo ,
καὶ
έχαντο
πολλοσας καὶ
γεννικοσας ανδρονς.
had many and tough men
̔οῦτοι
κατεμεμαθήκεσαν ̔ότι χρυσὸς
they discovered
that there was gold,
καὶ
άργυρος καὶ ανδράποδανς
silver, slaves, ̀̀̀
καὶ
πολλὰσας
τίμιασας εν
αργᾱι .
and many
valuables in the
argos .
οῦν δια·έγνωαν επιθέειν
so they-decided to-attack,
μὲν αποκτιννύειν τούς αντιμαχονγονς ,
to-kill
those fighting-back
δὲ άγειν άλλους εἰς Φοινίκην
and to-take the others to Phoenicia
αποδοντας τούς καὶ χρήματαις :
selling them along-with-the-goods.
δὲ
κατα·εφρόνεσαν τούς ̔ως ου
αξιομάχων .
they-despised them
as not
a-match-in-battle .
δὲ
έξαρχος πειρατοῶν
εκάλεσε
Κόρυμβος,
the leader of-the-pirates was-called
Corymbus,
μέγο
νεανίο
, σῦν φοβερὸς βλέμμα :
a large young-man with a fearsome glance ,
̔ός
κόμη
ῆν
καθειμένη αυχμηρά .
whose hair was loose and unkept
δὲ ̔ως πειρατοσας βουλεūnti ,
as the pirates had settled on this plan,
μὲν
τη
πρῶτα παρα·έπλεntο ̔ησυχῆλι αργοι :
they first
were-sailing- alongside quietly
the Argos ,
δὲ
επει
ῆν τελευταῖον μέσον
̔ημέρας ,
when it-was
finally midday
δὲ κειντο πάντες εν νηί ̔υπὸ μέθης
everyone on ship
under drunkenness
καὶ ̔ρᾳθυμίας μὲν καθεύδοντας , δὲ αλύανκοσας
relaxed
sleeping
lounging-idly
δὲ τη
περὶ
Κόρυμβον εφίσταντο
Corymbus’ men finally pounced
ελαυνομένῃ τῇ νηὶ σὺν
οξύτητι πολλῇ.
with their ship going full speed ahead
δὲ
̔ως
τη έγενον πλησίον
,
ανεπήδησαν
επὶ ναῦν
̔ωπλισμένοι,
as they were-drawing
near, they-boarded the ship being-fully-armed
έχοντας ξίφη γυμνά :
having swords drawn ;
και·ενταῦθα μὲν τίνος εκπλήξεως ερρίπτον
αυτούς
at-that-moment some
terrorifiedly were-throwing themselves
εις θάλασσαν καὶ απώλλυντο
into sea
and
drowned,
δὲ ̔εως
άλλοσας,
θέλοντες αμύνθειν
̔εαυτονς
απι·σφάζοντο .
while others,
readying to-defend
themselves. were slaughtered.
̔ο δὲ Xλόη καὶ Δάφνη προς·τρέξαντ πειρατῇ Κορύμβῳ ,
Chloe and Daphne ran-up-to the pirate Corymbus,
καὶ
λαμβανανγησας τος
γονάτονς και
έφασαν
μὲν
εχε
χρήματα ,
grasping his knees and said. take the cargo,
ῶ
δέσποτα, καὶ εχε ̔ημέας οικέτας,
O master,
and take us
as slaves
δὲ φεῖσαι τῆς ψυχῆς
but spare our spirits
ao. imper.
καὶ
μηκέτι φόνευε τοὺς
̔εκόντας ̔υπο·χειρίους
γενομένους
σοι :
no-longer murder
those·who willingly by handing
lives to-you ;
μὴ πρὸς θαλάσσης αυτῆς ,
not by the sea drowned itself,
μὴ πρὸς δεξιᾶς
τῆς σῆς: δὲ
αγαγὼν ̔ημέας ̔όποι
θέλεις ,
not by your own right hand. but taking
us wherever you like,
απόδου τοὺς οικέτας :
sell us as
slaves,
ao.
imper.
μόνον οίκτειρον ̔ημέας ʼυπο ̔ενὶ
ποιήσας δεσπότῃ.’
only take pity on us
and give us to a single master.
ao. imper.
Κόρυμβος
ακούσας εὐθὺς
Corymbus heard immediately
μὲν εκέλευσε τος άντροσας παυειν φονεύοντας
,
ordered his men to-stop the slaughtering
δὲ μεταθέμενος τιμιώτερα φορτίων
transferring the most
valuable cargos,
καὶ Xλόην καὶ Δάφνη τε τινὰς ὀλίγονς ἄλλονς οικετανς
including Chloe and Daphne and some
other servants,
εν·έπρησε ναῦν,
and set the ship afire ;
δὲ ῆν
ελεειναν θέαμαν ,
it was a
sad spectacle,
εν
τούτῳ δὲ Xλόη ς τροφεὺς ήδη
πρεσβύτης,
meanwhile, Chloe’s tutor , already an elderly woman
σεμνὸς ̔οραεῖν καὶ διὰ αξιόλογᾱ εν της γῆρας ,
dignified to-see and
interesting in her old
age,
ουκ
ενεγκὼν Xλόης αναγομένων ,
was
unable to bear Chloe’s abductioning ,
ερρίψαν ̔εαυτὸν εις
θάλασσαν και ενήχετο
threw herself
into
the sea ,
and swam
̔ως
κατα·ληψόμενος τριήρη ,
after
seizing the trireme
λέγων
, ‘ μας
τέκνον , τίνι καταλείπεις με
saying ,
‘ my child why you’re-abandoning me
fut. part.
σος γέροντα παιδαγωγόν
;
your old
pedagogue ?
δὲ ποῖ ἀπι·ερχόμενος Xλόη ?
where are-you-heading , Chloe ?
̔αύτη δυστυχῆ εγώ απόκτεινόν νῦν :
this unfortunate
i shall die now
,
γάρ τί
εστί ζῆν μοι άνευ σοῦ
; ’
for what
is life to-me without
you ?
έλεγε ταῦτα καὶ
τέλος απελπίσας έτι όψεσθαι Xλόη ,
having-said these-things , finally,
loosing-hope to-still-see Chloe ,
παραδοὺς ̔εαυτὸν
κύμασι
και
απο·εθανε .
surrendered
herself to-the-waves, and died
δὲ
Xλόηι
τοῦτο
ελεεινότατον πάντων ῆν:
for-Chloe this
was-sadder than anything else,
καὶ
γὰρ ̔η εξ·ετεινε τῆς χεῖρας πρεσβύτῃ
and
so she kept stretching-out her hands to
the elderly woman
καὶ ̔η
παρα·εκάλει
πειρατὰς ἀναλαμβάνειν την :
and she
was-imploring the pirates
to-take-her-up
δὲ ποιησάμενοι ουδένα λόγον,
but they-paying no
attention,
διανύσαντες τοις πλοῦν τρισὶ
̔ημέραις
completing their
voyage in 3 days
δε
κατήχθησαν
εις
Φοινίκης πόλιν
Τύρον,
and putting
into the
Phonician city Tyre,
ένθα οικεῖα ῆν πειραταῖς .
where home-base
was to-pirates ,
δὲ τη ήγογον τᾶς μὲν ουχὶ εις πόλιν αυτὴν ,
they brought them not into the city itself
δέ εις τι
πλησίον χωρίον ανδρὸς ἄρχοντος λῃστηρίου
,
but to
some nearby spot of-man leading gang,
̔ος τοὔνομα ῆν
αψύρτου,
whose
name was
Apsyrtus
καὶ
Κόρυμβος ἦν ὑπηρέτης
ἐπὶ μισθῷ
to whom even Corymbus was subordinate,
καὶ
μέρει τῶν
λαμβανομένων.
for a wage and a share of the booty.
δὲ εν τῷ πλοὸς , Κόρυμβος έπεσον σφοδρὸν έρωτα σῦν Xλόη ,
in
the course of the voyage , Corymbus fell passionately in love with
Chloe ,
και
εδέξατο τῆν τος δουλᾱι
and wanted her
for his slave .
καὶ
αὐτὸν ἡ πρὸς τὸ μειράκιον συνήθεια ἐπὶ πλέον ἐξέκαε.
and
being at close quarters with the girl inflamed him all the more.
καὶ
ἐν μὲν
τῷ πλῷ
οὔτε πεῖσαι δυνατὸν ἐδόκει εἶναι :
during the voyage he thought it impossible to seduce her ,
̔οτι ̔ο ̔υπο·ενοετ ̔οτι ̔η ῆν παρθένᾱ
since he suspected that she was
a virgin.
σῦν τῆς τιμη ῆν μεγάλη
and so her
value was great.
και Αψύρτυ ᾶνα αποκτείνητ τoν κειναι
and Apsyrtus
surely would-kill him
for-that .
subj.
̔ο
έδοξατ θηειν θύλαξον παρα τάς
θυλακηι
he decided to-put a guard next
to-them, for-protection
δὲ επεὶ κατα·εχθησαν εις
Τύρον,
but when
they-had-put in at Tyre
μὲν ̔ο ουκέτι καρτερῶν πρῶτα ἐθεράπευε Χλόης
he
could no longer control himself he
began by taking care of Chloe
καὶ παρα·εκάλει τῆν θαρρεῖν
encouraged her
to-cheer-up
καὶ
προς·φεροτι τēν πᾶσαν
ἐπιμέλειαν : 11111111111111111111111111111111
and was-offering
her every attention,
ὁ δὲ ἐλεοῦντα τὸν
Κόρυμβον ἐνόμιζεν αὐτοῦ ποιεῖσθαι τᾱν ἐπιμέλειαν:
but
she thought it was out of pity that Corymbus
was showing her attention,
δὲ
δεύτερον
Κόρυμβος ἀνακοινοῦται τὸς ἔρωτα σον τος
λοχᾶγον ,
next, Corymbus confided his love with his lieutenant ,
Εὐξείνῳ τοὔνομα, καὶ
δεᾱται γενέιν βοηθαν
Euxinus by name, and
asked to-generate help
καὶ
συμβουλεῦειν
τον περι πρῶς ωνειν κορην .
and to-advise him
about what to do
.
δὲ Εύξεινος ̔ηδᾱτι ἀκούειν περὶ Κορύμβος τὰ :
Euxinus was-pleased to-hear about Corymbus’ situation
καὶ
γὰρ αὐτὸ βουλοτι
ωνειν
Δάφνη
because he-himself was-wanting
to-buy Daphne
καὶ
εχατι
σφοδρὸν ἔρωταν κόρηι :
and has
a-strong passion for the girl
δὲ λέγᾱτι πρὸς
Κόρυμβον
so he-told Corymbus
καὶ
περι αὑτοῦ
τὰ .
παιζεντι τα ασφαλην
about his own
situation . let’s-play it
safe,
φυλασσεντι κορηνς ̔ο λεγατι
guard the girls, he said,
και
ελπιζαντι ̔οτι αψύρτυ δωαστι τāνς μαις
and hope
that Apsyrtus gives them to-us
̔ούτω
τη ̔ονολογᾱντι
ερωτειν αψύρτυν τᾱνς
so they
agreed to-ask Apsyrtus for-them
Εύξεινος
αναλαμβανειν Xλόη
, Κόρυμβος δὲ Δάφνη .
Euxinus to-get Choe and Corymbus,
Daphne .
-------
εν
τούτῳ
χρόνῳ
κειντο ἄθυμοι,
meanwhile in-that-dispair
προσδοκōνγησας νατ
πολλησας αγαθαν
expecting not much good
Χλόη και Δάφνη μενοντι τᾱōς μοῖρηι
Chloe and Daphne
waited for their
fate .
δε
προτερον νυκτος, Κόρυμβος
καὶ
Εύξεινος
έρχᾱνται δὴ πρὸς τανς
and before
nightfall , Corymbus and
Eucinus approached them
καὶ
φράνγοσας ̔ότι θέλαντι εἰπεῖν ἰδίᾳ τᾱνς,
and, explaining that
they-want to-speak privately
to-them
Κόρυμβος
λαμβανᾱτι Δάφνη εκπαδω ,
Corymbus
took Daphne
aside
̔εως
Εύξεινος
λαμβανᾱτι χλόη .
while Eucinus
took Chloe.
δὲ τᾱς
ψυχησας
τε ἐκραδαίνοντι καὶ
̔υπονόαντι οὐδὲν ὑγιὲς.
their hearts
both were-pounding and they were-suspecting nothing
wholesome.
οὖν Εὔξεινος λέγᾱτι πρὸς Χλόη ὑπὲρ ‘μειράκιον Κορύμβος ,
Euxinus duly spoke
to Chloe on behalf of-Corymbus :
μέν εσατι εἰκὸ φέρειν ἐπὶ συμφορᾷ χαλεπῶς ,
it
is reasonable to-bear this
misfortune with-difficulty
μὲν
νῦν
̔οτι
συ
εσασι
οἰκέτην ἐξ
ἐλευθέρου
γενόμενον,
now that
you are a slave and no longer free ,
δὲ
πένητα
αντι
εσανκης εὐδαίμονᾱ
:
and a pauper instead
of-being rich,
δέ δεῖ
σε τύχῃ πάντa
but there-is-need for you
στέργειν κατέχοντα δαίμονα
to-except dominant
fate,
καὶ ἀγαπᾶti γενονγονς δεσπότονς .
and
show affection to your new masters.
γὰρ γνωσι ̔ως ἔνεστί σοι ἀπολαβεῖν εὐδαιμοσύνην
know that
it-is-possible for-you to-recover
happiness
καὶ
ἐλευθερίαν,
and freedom
ει θελήσεις πείθειν δεσπότῃ Κορύμβῳ:
if
you’re-willing to-obey master
Corymbus,
γὰρ ̔ο ἐραατι σφοδρλι σαν
because he loves passionately you
εσεσι φίλιλι τοι
be friendly to-him
δὲ μὲν
οὐδέν χαλεπὸν πείσῃ,
and nothing bad
will happen to you.
δὲ
εργασεσι σας
δεσπότον εὐνούστερον
σεαυτῷ .
and make
your master better disposed toward-you
δὲ εννόησον ἐν οἷς ὑπάρχεις: βοηθὸς μὲν
οὐδείς,
reflect on your circumstances :
there’s no one to help you,
δὲ αὕτη εσατι ξένη γῆ καὶ
δεσπότοσας εσαντι λῃστοσας
this is
a barbarian land,
masters are bandits,
καὶ
οὐδεμία ἀποφυγὴ
τιμωρίας Κόρυμβον ̔υπερηφανήσαντι .
and there’s-no escape
from-retribution should you
treat Corymbus with distain.
αι
ακουᾱμι συ
λεγασι
Δάφνη
̔ως
συ
εραασι
τᾱν
I heard
you tell Daphne
that you loved
her .
δὲ
τί
τηλικῷδε δεῖ ἐραειν γυνην ;
why should some one
your age need to-love a woman ?
πάντα ἀπόρριψον, σε
βλέπōσι μόνον πρὸς σας
δεσπότην,
toss all that away !
you should-look only
to your master,
δε
δεῖ
̔υπακούειν τος κοσμονς .’
and it-is-necessary to-obey
his orders .
εὐθὺς
Χλόη εσατι ἀχανὴς ακούσας
at
this Chloe was
struck speechless
καὶ
συ εὕρισκοτι
οὔτε τι ἀποκρίνειν ,
she was-finding
nothing to-answer
δὲ ̔ᾱ ἐδάκρυāti καὶ ἀνα·στενᾱτι πρὸς ̔εαυτὸν ἀφορῶν,
but she burst-into-tears and groaned
toward her-own predicament
εἰς οἷα ἄρα ερχūτι :
as
she contemplated what she had truly come to.
καὶ
δὴ λέγᾱτι πρὸς Εὔξενον
and
so she-said to Euxinus,
‘ἐπίτρεψον, δέσποτο
, βραχύ βουλεύειν ,
allow me , master
, a little time to-consider ,
καὶ
ἀποκρινīμι πρὸς
πάντα
συ
λεγᾱσι .’
and I will
respond to everything you
said.
καὶ μὲν Εὔξεινος ἀνεχώρει:
Euxinus went away
δὲ
Κόρυμβος
δια·λεγοτι Δάφνην Εὐξείνος ἔρωτα
as Corymbus finished
telling Daphne of-Euxinus’ love,
καὶ
τᾱς παροῦσαν ἀνάγκην
her present plight-bind
καὶ ὅτι δεῖ
πείθειν πάντλι
δεσπόταις :
the necessity
to-obey completely masters
δὲ
συ
απο·κρίνᾱτι τοι
̔όμοια ,
she answered him
similarly
αιτησανγη
βραχὺν
χρόνον βουλεύειν .
asking for a little
time to think it over.
καὶ μὲν
Εὔξεινος καὶ Κόρυμβος
so Euxinus and
Corymbus both
μετα
ἀλλήλων ἦσαν
περιμένανκοσας ὅ τι ἀκούσονται,
started waiting to hear something,
δε
τη
ελπιζᾱντι ρᾳδίλι πείσειν
τᾱνς
̔υπερ:
but
they expected easily
to-win them over .
book 2
δὲ Χλόη καὶ Δάφνη επαν·ερχūντι εἰς δωμάτιον
Chloe and Daphne
having-returned to the cubicle
ἔνθα τᾱ
συνήθλι
δια·ιτᾱντι ,
where they usually
quartered,
καὶ πρὸς
ἀλλήλους εἰπόντες ἅπερ ἠκηκόεσαν,
and when they told
each other what they had been told,
καταβαλανκησας ̔εαυτοὺς έκλαον , ωδύρονκη .
throwing themselves to-the-floor weeping
‘ῶ πάτερ’ λεγαντι ,
ah father, they cried
‘ῶ μῆτερ, ̔ῶ
φιλτάτη πατρὶς καὶ οικεῖοι καὶ συγγενεῖς .’
ah
mother, dearest homeland, household, and family !
δὲ
Χλόη
τελευταῖον ανενεγκὼν ‘ῶ μη
κακοδαίμονες’ ἔφησε ,
Chloe finally pulled herself together and
said, we are so unfortunate
τί
άρα
πειιμας μαις εν
βαρβάροι γηι ,
what will-happen to-us
in this barbarian land
παραδωᾱαυνγησας ὕβρει πειρατῶν ;
having-been-turned-over to
wanton pirates ?
μαντεια άρχεται :
the
prophecy begins,
ζευς
ἤδη
εργοζοτι
τιμωρίαν ὑπερηφανίας μαν εἰσπράττει:
Zeus is-already-working his vengeance over me for
my arrogance:
Κόρυμβος ἐραατι συν μαν , δὲ
Εύξεινος συν μαν . ’
Corymbus is-in-love with me, and
Euxinus with you
ώ ἀκαίρου τᾱς εὐμορφίας πρὸς ἑκατέρους .
how untimely our
beauty for both of us
εἰς
τοῦτο ἄρα μέχρι νῦν ἐτηρήθην σώφρων ,
is
it for this that until now
I have kept myself chaste,
̔ ίνα ερῶōαυντι παρα
αισχρὰι
επιθυμίαις ;
only to-be-fucked by
lustful pirates ?
subj.
καὶ τίς βίος
περιλείπεται παρα μαν
and what sort of
life remains for me,
ἀντὶ αι γνοōμι
πόρνῃ,
once I become
a whore
subj.
αλλα να , αι
άρτι
ομνυαμι μὰ
μι σωφροι
no, I
now swear by
my chastity
νατ ἂν ̔υποθωōμι ἐμαυτὸν Κορύμβῳ:
that I will not submit myself
to-Corymbus !
δὲ
θνήσκυīμαι
πρότερον καὶ
φαινᾱīμαι
σώφρων νεκρὸς .’
I-will-have-died first and
be revealed chaste even as a corpse !
και
λεγανγη ταῦτα ἐπι·δάκρūοτι
:
saying this
she burst into tears,
δὲ
Δάφνη
λεγᾱτι ‘φεῦ τᾱ εσαντι εν
πολυς
πρᾶγμα ,
and Daphne
said, ‘ oh
we’re in much
trouble !
τᾱ ταχέλι πειρīντι δουλείας ,
we will soon
experience slavery ,
δὲ ἐν
τούτῳ Ἄψυρτο,
προεστο λῃστηρίου
meanwhile Apsyrtus, the leader of-gang ,
πυθόμενος ὅτι
Κόρυμβος
ανδροσας κατα·ερχυντι
learning that Corymbus’ men having-returned
συν παλυι θαυμάσις ελώρις
with lots of-wonderful-booty
και
ερχᾱτι εἰς τōς χωρίον
and went
to their place.
καὶ επει ̔ο ̔οραατι αμφω κορηνς, τᾱς εὐμορφίαν ,
when he saw
both girls , their
beauty,
τᾱς δυνατην παρθενην
their possible virginity ,
̔ο
εὐθὺς
αναγνωριζᾱτι μέγα
κέρδος
he right-away
recognized a large profit
νομίζων ᾐτήσατο
ἐκείνους
̔ο
αντιποιᾱτι τᾱν ̔υπερ ̔εαυτο
he claimed
them for himself.
τὰ μὲν οὖν ἄλλα
χρήματα
καὶ κτήματα ὅσαι
συνλαμβανūντι
the rest of the money, and
goods that had been captured
̔ο
δια·νεμᾱτι περὶ
Κόρυμβος πειραταῖς:
he distributed to
Corymbus’ pirates .
δὲ
Εὔξεινος καὶ
Κόρυμβος μὲν
συνεχώρᾱτι
Euxinus and
Corymbus surrendered
κορηνς ἄκονλι εις Αψυρτον .
the girls unwillingly
to Apsyrtus .
καὶ μὲν το ἀπαλλάσσαντι :
they took their leave,
δὲ
̔εως Ἄψυρτος
παραλαμβανᾱτι Χλόη και Δάφνη
while Apsyrtus seized Choe and
Daphne
και
αγᾱτι
τᾱνς
εἰς
Τύρον.
and took
them into Tyre.
δὲ πομπὴ αὐτος περίβλεποντι
the
procession drew everyone’s gaze
καὶ
πάντες
θαυμαζᾱαυντι σῦν τᾱς κάλληι
and all were struck with
their beauty ;
καὶ
βάρβαροσας ἄνθρωποσας ναπω
πρότερον ̔ορααυντι
barbarian people had never before seen
τοσαύτην εὐμορφίαν
νόμιζᾱντι
βλεποντι προς θεᾱνς ,
such beauty and
thought they were
looking at goddesses
δὲ μακάριζᾱντι Ἄψυρτον είη κεκτηνκο οἵα οἰκέτᾱνς.
and congratulated
Apsyrtus on possessing such slaves.
δὲ ̔ο αγᾱτι τᾱνς εἰς τος οἰκίαν
he brought them
into his house
δε
παρα·δωᾱτι τᾱνς πιστῷ οἰκέτῃ
and handed them over to a trusty slave,
σῦν
κελεύσας ἔχειν τᾱνς παρθενς
with instructions to-keep them
virgins ,
ὡς ̔ο μεγάλα κερδανῶν
since he expected a large profit
εἰ ἀπόδοιτι τᾱς ἀξίαν
τιμῆν .
if he-could-get their
worth
οῦν
μὲν
τοῦτο
εσοντι
τᾱς
ᾶπαρια :
and so this was their
predicament.
δὲ ὀλίγων ̔ημερῶν Ἄψυρτος λειπᾱτι
a few days latter Apsrtus left
ἐπι άλλην ἐμπορίαν εἰς Συρίαν ,
on another venture into
Syria ,
εν
τούτωι τος ̔υιο όνομα Μαντο ,
in the
meanwhile , his son
named Manto
πιπτūτι εν
ερως
σῦν
Χλόη
had-fallen in
love with Chloe .
̔aύτο Μαντὼ ἁλίσκοται ἐκ
συνήθους
διαίτης μετὰ Χλόηι
this Manto
was-captivated through-daily-contact
with Chloe ,
καὶ ἀκατασχέτλι ερααυτι
was uncontrollaly smitten,
και
νατ γνωατι τι
ποιειν :
and did not know what to do .
̔ο
οὐδέποτε ἐλπίζōτι
διαφθειρειν τᾱν ,
he could
never expect to-seduce her
γαρ τος πατρο εχōτι τον
εκτεμνōτι
for his
father would-have him castrated
δἰ ἃ δὴ καὶ ἀνα·κάιοτι τον μᾶλλον καὶ
δια·καιοται
πονήρλι :
all this made inflamed
him more , and
he was-burning in a bad way.
καὶ ναέτι
καρτερονκο εαυτο ̔ο
δια·κρινᾱται λεγειν
πρὸς Ῥόδην,
no longer containing himself , he
decided to-talk to
Rhoda ,
Ανθίας ̔άπαξ οικετην
, και κορη τᾱς ἡλικιῶτιν
Anthia’s once
slave , and a
girl her own age .
καὶ
δὴ σχολῆς λαβονγο
at-the-right-moment taking ,
ἄγᾱτι κόρην πρὸς πατρῷα ἐπὶ οἰκίας ἱερά,
lead the girl to the household’s ancestral shrine,
καὶ δεῖται τᾱν νατ
κατειπεῖν τον
asked her not
to-betray him,
καὶ λαμβάνατι ̔όρκους
take
an oath
καὶ λέγει τὸς ἔρωτα Χλόης
confessed his
love of Chloe ,
καὶ ἱκετεύᾱτι τᾱς
συλλαβειν
begged her
to-assist,
καὶ ̔υπο·σχνεᾱτι πολλὰ συλλαβομένῃ.
and promised much for her assistance.
δε έφη , ‘ μὲν ίσθι ̔οτι συ
εσασι
νῦν μας οἰκέτις ,
he said, be aware that
you are now my
slave
δὲ ἴσθι
πειραīανκη ὀργῆς βαρβάρος .’
and be aware that you will-be-experiencing the wrath
of a barbarian
ει αι αδικεᾱμι
if i am
wronged
λεγανγο ταῦτα ̔ο
απο·πεμπᾱτι Ῥόδην :
saying this
he dismissed Rhoda,
δὲ ̔ημ ἐγεγόνει εαυτη ἐν κακωι ἀμηχάνωι :
who found herself in a bad dilemma :
γὰρ
εἰπεῖν παρῃτεῖτο Χλόηι
,
she could not bring herself to tell Chloe
,
δὲ πάνυ ἐδεδοίκει
βαρβάρος ὀργήν.
but she was terrified of the barbarian’s wrath .
οὖν ̔η δοkᾱται ιτ εσōτι καλῶς ἀνακοινειν
she decided it would-be
well to-share
Μαντοῦς εἰρημένα σῦν Λεύκωνι
πρῶτον
Manto’s revelation with
Leuco first
Ἤν δὲ
καὶ τῇ Ῥόδῃ ἐξ ἔρωτος
γενόμενα
κοινωνήματα πρὸς
Λεύκωνα,
Rhoda had a special relationship with
Leuco,
καὶ
το
συνεσονται ἔτι σῦν ἀλλήλοις ἐν Ἐφέσῳ.
and they were still intimate with each other in Tyre.
τος
δεσπότος Ἀψύρτος ̔υιος μὲν εσατι
σφοδρλι
εν ερως σῦν
Χλόη ,
our master Apsyrtus’
son is
passionately in love with Chloe
δέ ἀπειλατι ποιειν
δεινανς τοις εἰ μὴ
τύχᾱοιτι :
and threatens to-do
bad-things to-us unless he may-get his way.
τοίνυν σκόπετι
τί δεῖ ποιεῖν:
therefore consider
what we should do ;
γὰρ ἀντειπεῖν
βαρβάρον εσατι
σφαλερόν ,
to-oppose the barbarian boy is dangerous,
Λεύκων
ακούᾱτι και εμπιπληᾱαυτι σῦν
δακρύᾱνς ,
Leuco listened and
was-overwhelmed with tears,
ἐκ ουτας ̔ο
προσδοκᾱōται μεγάλας συμφορὰς
:
from this
he expected great calamities.
δὲ ὀψὲ ̔ο αναφερᾱται ἔφη ‘ σιώπεσι ’, ‘Ῥόδη,
but at-last he
recovered and said, Hush Rhoda;
γὰρ αι διοικήσω ̔έκαστας .’
I will-take-care of-everything
σῦν ταῦτα ̔ο ἔρχᾱται πρὸς Χλόην.
with this he went
to Chloe ,
καὶ
λαλεῖν ἐκείνῃ καὶ
ἀκούειν λαλούσης.
talking to her and
listening to her talk,
δὲ
ελθὼν παῤ τανς ‘τί ποιοῦμεν,
σύντροφοι;’
and
when he was with them he asked,
‘ δὲ
τί
βουλευόμεθα,
’ οἰκέται;’
what are we going to
do, my friends ?
‘Δοκεῖς τινι τῶν δεσποτῶν,
what
is our plan, my fellow slaves ?
Χλόη , καλός : ̔υις Ἀψύρτου πονήρως ἐπὶ σοὶ διάκειται,
Chloe
, one of our masters finds you
pretty; Apsyrtus’ son is in a bad
way over you,
καὶ
ἀντειπεῖν ἐρώσῃ βαρβάρῳ παρθένῳ χαλεπόν:
and opposing an
amorous barbarian is difficult.
σὺ οὖν ὅπως
σοι δοκεῖ
βουλευσάμενος
σῶσον ἡμᾶς ἅπαντας
so it’s up to you to
think of a plan and rescue us all.
Λεύκων πότε
λεγᾱτι Χλόηι τος βουλην .
Leuco then spoke
to-Chloe his plan .
το
εχαντι
ἐξουσίαν σας
σώματος,
they have power over your
body,
δὲ
διατηρεσι σας ψυχὴν ἐλευθέραν
.
but keep
your soul free.
μὴ προδωεσι σεαυτὸν , μηδὲ ἐμβάλλεσι εἰς βαρβαρικήν ὀργὴν,
do not betray
yourself, do not succumb to
barbarian wrath,
δὲ
συγκατάθηεσαι εις σας
δεσποίνης ἐπιθυμοι
but acquiesce to your
masters’ desire.
......
καὶ μὲν ἐν
τούτοις
εσοντι :
in the meantime,
δὲ Ῥόδης χρονιζοται
as Rhoda delayed,
Μαντὼ ουκέτι καρτερᾱται και γράφᾱτι γραμματίδιον πρὸς Χλόην :
Manto
could-no-longer hold-out and wrote a letter to Chloe
δὲ εγγραφανγα αγγελίαν τοιάδε
containing a
message such-as-this ;
ʼ εις
καλωι
Χλόηι
απο
σας
δεσποινα χαιρατι
to the beautiful Chloe
from your master , greetings.
αι
εσαμι
εις ἐρῶ συν σαν ,
μηκέτι
δυναμένη φέρειν :
i am
in love with
you and-no-longer able
to-stand-it
μὲν ἀπρεπὲς ἴσως παιδοι ,
unseemly perhaps
for a boy .
δέομαι, να
περιορεσι μηδὲ ὑβρίσεσι μαν ̔ος
αιρυαινκο .
I beg you not
ignore nor mistreat
me , who having-taken-your-side.
γὰρ
ει συ
πειθōσι λειγειν ʼυι,
for if you might-be-persuaded to-say
yes,
δὲ
γενīσι
πλουσιον καὶ
μακάριον :
and you-will-become
rich and prosperous;
δὲ ει ἀντείπōσι να ,
but if you-might-say no,
μὲν
γνωασι
τι
πασχīτι σοι επει αι
λαμβανōμι μας ἐκδικούσην
, “
think what
will-happen to-you when i
take my revenge,
“
̔η λαβανᾱτι ταῦταν γράμματαν
she took
this letter,
καὶ
κατασημηνανγη δωᾱτι ταν
τινὶ ἑαυτῆς βαρβάρᾱι θεραπαίνᾱι Βια ,
and sealing-it gave it
to one of his-own barbarian
girl-slaves Bia ,
εἰπανγο τᾱν
κομίζειν ταν Χλόηι:
telling her
to-deliver it to-Chloe .
.............
Βια,
φόβονγη τᾱς βιοι , αντι
Bia fearing
for her life , instead
πεμπᾱτι
επιστολην παρα Μαντως μήτηρ Γλυχερα
delivered the
letter to Manto’s
mother Glycera
Γλυχερα εσοτι νατ ευδαίμη
Glycera was not
happy
̔η
διακρινᾱτι
κλείειν τον εν
σπήλαιον
she decided to
lock him up in the basement
μέχρι Ἀψύρτος επανερχōτι
until Apsyrtus returned
και
επει Ἀψύρτος
επανερχōτι ̔ο
και
εσοτι
νατ
ευδαίμη
and when
Apsyrtus returned he
too was not
happy
̔ο
̔ετοῖμλι πωλᾱτι
κόρηνς παρα
Μαδελεινε ΛιβΑνς
he promply
sold the girls to Madeleine of
Libān.
………
Μαδελεινε εχᾱτι νεώς παρα Ἀφροδίτη εν ̔ηγραι
Madeleine owned
a temple to Aphrodite at
Hegra
ποῦ
̔η
πωλᾱτι
μανψεινς και
επωδηνς και φίλτρονς
where she
sold oracles, spells, and
love potions
τις
γνωᾱντι τᾱν ̔ως
βασίλειᾱ ̔ηγρας
some knew her
as the queen of Hegra
τις
γνωᾱντι τᾱν ̔ως
συμποσιον
βασιλεια Τυρε
some knew
her as the party queen of Tyre
εχανκη δυο νεως
δοῦλᾱσας
having
2 temple
slaves
̔ος εσοντι νέη καλη και παρθενη
who were young, beautiful and
virgin
γενōται μάλα αγαθο πρᾶγμαι
would-be very good
for-buisness.
̔η
εχōτι
τᾱνς
θεραπōντι τᾱν αίγονς και βοτονς
she would-have
them shepherd her
goats and sheep
επει νατ χρηζοτι παρα νεώς
when not needed
at the temple
......
θεόσας
μειδιαυντι ον
Χλόη
και
Δάφνη
the gods
have-smiled on Chloe and Daphne
τοῦτο εσοτι τᾱōς μοῖρη......
θεραπειν Ἀφροδίτη
this was their
fate...... to-serve Aphrodite..
Χλόη αιρūαυτι παρα θεοις
Chloe had-been-chosen by
the gods
τουτο ̔η γνωοται
this she knew
......
αθικνενγησας ατ Μαδελεινη βασίλεν
arriving at Madeleine’s estate
τᾱ
απαντᾱντι βī
εύδοξον ανδρον
Αντονιυς
they were met by a
distinguished man Antonius.
̔ος αρχοτι κελευνγο τᾱνς
who began instructing them
ʼ
μόνος
λεγοōτι επει
ῦποβαλλοōτι ʼ
only speak
when prompted
δεῖ νατ
βλεπειν τᾱν εν
οφθαλμᾱι δε ατ
τᾱν
ποδᾱνς
it-is-necessary not
to-look her in the eyes but at her feet .
επεσι μαν
‘
follow me ‘
…………………
…………………….
Longus
ῆρος εσūτι ἀρχὴ καὶ πάντα ἄνθη ακμαζοντι ,
spring had begun and
all the flowers were-abloom
ἐν δρυμοῖς, ἐν λειμῶσι : ἤδη εσοτι
βόμβος
μελισσῶν,
in the
woods, in the meadows. now
there was buzzing of bees,
ἦχος
μουσικῶν ὀρνίθων,
σκιρτήματα ἀρτιγεννήτων
ποιμνίων:
sound of song
birds, gamboling of newborn sheep
ἄρνες ἐσκίρτων ἐν ὄρεσι ,
μέλισσαι βόμβοντι ἐν λειμῶσι,
lambs gamboled on the hills, bees buzzed in the meadows,
ὄρνιθες κατα·ᾳδοντι ἐν
λόχμαις .
birds charmed the thickets.
δὴ
τοσαύτης εὐωρίας
κατεχονγη πάντα
such was
the season’s beauty
holding the world
γενονκησας ἁπαλοὶ καὶ νέοι ἀκουανκη καὶ
βλεπανκη γίνοντι μιμειν :
and being tender and young hearing
and seeing they
began to-memic
μὲν
ἀκούανκησας ᾳδόνγησας ὀρνίθων ᾳδονται ,
hearing the
singing of-birds, they
sang ;
δὲ
βλέπονκησας ἄρνας σκιρτῶντας
αλλονται κοῦφλι,
seeing the lambs gambol, they skipped nimbly ;
δὲ
μιμεανγησας
μελίσσανς συν·λεγοντι ἄνθη:
and mimicking the bees, they gathered flowers,
καὶ
μὲν
βαλλοντι τανς εἰς τᾱōς κόλπους,
they-threw some
inside their clothes
δὲ
πλέκονγησας τὰ
στεφανίσκους ἐπι·φεροντι Νύμφαις.
and weaving
some into garlands brought
to the Nymphs .
δὲ
πρακονται πάντα κοινῇ,
νέμονγησας πλησίον ἀλλήλων.
they did
everything together, pasturing their flocks near one-another
καὶ μὲν
πολλάκις Δάφνη
συνστελλaōτι ἀποπλανγοσας
προβάτον ,
often would
Daphne round up straying sheep ,
δὲ
πολλάκις Χλόη
κατήλαυνεν θρασυτέρας αἰγῶν ἀπὸ κρημνονς ,
and often Chloe
would drive the bolder goats
down from the cliffs ;
δέ ἤδη
τις καὶ
φρούραōτι ἀμφοτέρας ἀγέλας
it also happened
that one would-mind
both flocks
̔έως θατέρᾱ ἁθύρματι.
while the other played .
μὲν ἀνελομένη ἀνθερίκονς ποθὲν ἐξ ἕλους πλεκᾱται ἀκριδοθήραν
collecting stalks of asphodel from-some marsh, weaved
locust-trap
καὶ πονεανκη περὶ τοῦτο Χλόη αμέλεᾱτι προβάτον :
working at it
Chloe ignored the sheep
δὲ Δαφνη ἐκτεμōται λεπτονς καλάμονς
Daphne would cut tender reeds,
καὶ
τρήσας ἐπαλλήλους διαφυὰς γονάτων
punch holes in the clefts
at the joints,
τε
συναρτήσας μαλθακῷ
κηρῷ
συρίττειν ἐμελέτα μέχρι
νυκτὸς:
join them with soft wax,
and practice playing the syrinx
until nightfall
δὲ ποτὲ ἐκοινώνουν
γάλακτον καὶ οἴνον,
καὶ
τροφάν,
for drink they would
share milk and
wine and food
ἃς
φεροται οἴκοθεν
,
φεροται εἰς κοινὸν.
that was-brought from home was-brought to share
θᾶττον ἅν
τις εἶδε
ποίμνια καὶ αἶγας
you would sooner have seen
the flock-of-sheep and goats
μεριυνκασας ἀπο αλλήλαōς ἢ Χλόην καὶ
Δάφνιν.
having-parted from one
another than Chloe and Daphne
……..
δὲ τοιαῦτα
παιζανκησας αὐτῶν έρως ἀνέπλασε
σπουδὴν τοιάνδε.
while playing at these pastimes, love fashioned a serious development
λύκαινα τρέφανγη νέονς σκύμνονς
a she-wolf
nourishing young cubs
ἐκ πλησίον ἀγρῶν ἥρπαζε
πολλάκις ἐξ ἄλλωνς ποιμνίνς ,
on the
neighboring farms, was carrying off
many from other flocks
πολλῆς τροφῆς ἐς ἀνατροφὴν δεονγη τᾱς σκύμνωνς .
since
she needed lots of food for raising her cubs.
οὖν
συνελθόνγοσας
νύκτωρ
κωμῆται ὀρύττοντι σιρονς
so gathering one night the villagers dug pits
ὀργυιᾶς εὖρος, τεττάρων
βάθος .
6
feet wide 24 feet deep.
μὲν
δὴ πολὺ χῶμα
κομίσανγοσας
σπείρουσι μακράν
most
of the dug soil carriing off and scattered at a distance,
δὲ
τείνανγοσας μακρὰ ξηρὰ ξύλα ὑπὲρ
χάσματοις
stretching long dry
sticks over the hole
κατα·πασᾱαντι περιττὸν
χώματος
πρότερον γῆς
εἰκόνα,
and spread the rest of the soil on top of-ground
to make it look like it looked
before
ὥστε κἂν λαγὼς ἐπιδράμῃ, κατακλᾷ ξύλα
so that
if even a-hare ran over them it would snap the dry
sticks.
ἀσθενέστερα ὄντα κάρφωνς
,
being flimsier than straw,
καὶ τότε
παρέχει μαθεῖν ὅτι εσᾱτι να
γῆ οὐκ ,
and then would have found out
that it was not ground
ἀλλὰ ἐμεμίμητο γῆν.
but a
semblance of ground
ὀρύσσανγοσας
πολλὰ τοιαῦτα ὀρύγματα κἀν ὄρεοις κἀν πεδίοις
digging many such pits
both in the hills and on the plains,
μὲν να εὐτύχησαν λαβεῖν
λύκαιναν :
and while they had no luck in catching and she-wolf
δὲ
διέφθειραν πολλὰς αἶγας
καὶ ποίμνια,
they did destroy
lots of goats and sheep
καὶ παρα ὀλίγον Δάφνιν ὧδε.
and almost Daphne
too, in the following way
τράγοσας
παροξυνθέντες
συνπιπτοντι ἐς
μάχην.
2 he-goats
got worked up and
fell to combat
οὖν
γενονγα
βιαιοτέρας συμβολῆς
θραύεται, ἑτέρῳ ἕτερον κέρας
becoming an especially
violent clash, one of them
had a horn broken
καὶ τράποται φυγὴν φριμαξάνγο ἐς ἀλγήσας :
and took to flight,
bucking in pain
δὲ νικῶν ἑπόανγο κατα ίχνος ἄπαυστον ἐποίει φυγήν .
but the
victor following close on the heels
and kept pursuing flight
Δάφνη αλγοτι περὶ κέρατι
Daphne was-upset about
the horn
καὶ ἀχθεσθεὶς τῇ θρασύτητι
and annoyed at such rashness,
λαβαται καλαύροπαν δίωκατι διώκονταν .
grabbing a stick and his staff
was-pursuiting the pursuer.
δὲ οἷα
τοῦ μὲν
ὑπεκφεύγaνgο
,
what with one escaping
δὲ ὀργῇ διώκοντος εσοτι νατ
πρόσοψις ἀκριβὴς τῶν ἐν ποσὶν ,
and the
other in-anger pursuing , there was no
attention to what lay underfoot
ἀλλὰ ἄμφω
πίπτᾱντι κατὰ
χάσματος ,
πρότερος τράγο ,
and both fell into a pit, first the goat
δεύτερος Δάφνις .
Τοῦτο καὶ
σωζᾱτι Δάφνιν,
secondly
Daphne what saved
Daphne
χρήσασθαι τῆς
καταφορᾶς ὀχήματι τράγῳ.1111111111111111111
life was using the goat as-support on the way down
[3] Ὁ μὲν δὴ τὸν
ἀνιμησόμενον, εἴ τις ἄρα
γένοιτο,
he waited
tearfully for anyone who might show up
to pull her up,
δακρύων ἀνέμενεν:
ἡ δὲ Χλόη θεασαμένη τὸ συμβὰν δρόμῳ παραγίνεται πρὸς τὸν σιρόν,
and Chloe, who had seen the accident, came running to the pit,
καὶ μαθοῦσα ὅτι
ζῇ,
and finding that she was alive
καλεῖ τινὰ βουκόλον ἐκ τῶν ἀγρῶν τῶν πλησίον πρὸς ἐπικουρίαν.
hailed a sowherd from the neighboring farm for help
[3] Ὁ μὲν δὴ τὸν
ἀνιμησόμενον, εἴ τις ἄρα
γένοιτο,
he came and
cast about for a long rope
δακρύων ἀνέμενεν: ἡ δὲ Χλόη θεασαμένη τὸ συμβὰν δρόμῳ παραγίνεται πρὸς τὸν σιρόν,
thet Daphne
could hold onto and be pulled up..
there was no rope
καὶ μαθοῦσα ὅτι
ζῇ,
but Chloe undid her breast-band and gave it to
the cowheard to let down
καλεῖ τινὰ βουκόλον ἐκ τῶν ἀγρῶν τῶν πλησίον πρὸς ἐπικουρίαν.
so they
stood at the edge and pulled and
ascended, following with both hands their pulls on the breast-band
[4] Ὁ δὲ ἐλθὼν
σχοῖνον ἐζήτει
μακράν,
they also pulled up
the poor goat,
ἧς ἐχόμενος ἀνιμώμενος ἐκβήσεται. Καὶ
σχοῖνος μὲν
οὐκ ἦν,
with both
its horns broken : such then was its
penalty in the matter of the vanquished goat
ἡ δὲ Χλόη
λυσαμένη
ταινίαν δίδωσι
καθεῖναι τῷ
βουκόλῳ:
as a life-saver’s
reward they presented it to the goatherd to sacrifice,
καὶ
οὕτως οἱ μὲν ἐπὶ τοῦ χείλους ἑστῶτες εἷλκον,
and in case
anyone missed it they made up a story
to tell their families
ὁ δὲ ἀνέβη ταῖς τῆς ταινίας ὁλκαῖς ταῖς χερσὶν
ἀκολουθῶν.
about the
attack by wolves.
[5] Ἀνιμήσαντο δὲ καὶ τὸν ἄθλιον τράγον συντεθραυσμένον ἄμφω τὰ κέρατα:
τοσοῦτον ἄρα ἡ δίκη μετῆλθε τοῦ νικηθέντος τράγου.
Τοῦτον
μὲν δὴ
τυθησόμενον
χαρίζονται σῶστρα
τῷ βουκόλῳ,
καὶ
ἔμελλον
ψεύδεσθαι πρὸς
τοὺς οἴκοι
λύκων ἐπιδρομήν,
εἴ
τις [p. 248] αὐτὸν ἐπόθησεν:
αὐτοὶ
δὲ ἐπανελθόντες
ἐπεσκόπουν τὴν
ποίμνην καὶ τὸ
αἰπόλιον:
καὶ ἐπεὶ
κατέμαθον ἐν
κόσμῳ νομῆς καὶ
τὰς αἶγας
καὶ
τὰ πρόβατα,
καθίσαντες ὑπὸ
στελέχει δρυὸς
ἐσκόπουν μή τι
μέρος τοῦ
σώματος ὁ
Δάφνις ᾕμαξε
καταπεσών.
6] Ἐτέτρωτο
μὲν οὖν οὐδὲν οὐδὲ
ᾕμακτο οὐδέν,
χώματος
δὲ καὶ πηλοῦ ἐπέπαστο
καὶ τὰς κόμας
καὶ τὸ ἄλλο σῶμα.
Ἐδόκει δὴ
λούσασθαι, πρὶν
αἴσθησιν
γενέσθαι τοῦ
συμβάντος
Λάμωνι
καὶ
Μυρτάλῃ.
Καὶ
ἐλθὼν ἅμα τῇ
Χλόῃ πρὸς τὸ
νυμφαῖον τῇ μὲν
ἔδωκε
καὶ τὸν
χιτωνίσκον καὶ
τὴν πήραν
φυλάττειν, αὐτὸς
δὲ τῇ πηγῇ
παραστὰς τήν
τε κόμην καὶ τὸ
σῶμα πᾶν ἀπελούετο.
[2] Ἦν
δὲ ἡ μὲν κόμη
μέλαινα καὶ
πολλή, τὸ δὲ σῶμα
ἐπίκαυτον ἡλίῳ:
εἴκασεν
ἄν τις αὐτὸ
χρώζεσθαι τῇ
σκιᾷ τῆς κόμης.
Ἐδόκει
δὲ τῇ Χλόῃ
θεωμένῃ καλὸς ὁ
Δάφνις,
καὶ
ὅτι τότε πρῶτον
αὐτῇ καλὸς ἐδόκει,
τὸ
λουτρὸν ἐνόμιζε
τοῦ κάλλους αἴτιον.
Τὰ νῶτα δὲ
ἀπολουούσης ἡ
σὰρξ ὑπέπιπτε
μαλθακή,
ὥστε
λαθοῦσα ἑαυτῆς
ἥψατο
πολλάκις,
εἰ τρυφερωτέρα
εἴη πειρωμένη.
3] Καὶ
῾τότε γὰρ ἐπὶ
δυσμαῖς ἦν ὁ ἥλιος᾿
ἀπήλασαν τὰς ἀγέλας
οἴκαδε,
καὶ
ἐπεπόνθει
Χλόη περιττὸν
οὐδέν,
ὅτι
μὴ Δάφνιν ἐπεθύμει
λουόμενον ἰδέσθαι
πάλιν.
4] Τῆς
δὲ ἐπιούσης ὡς ἧκον
εἰς τὴν νομήν,
ὁ μὲν
Δάφνις ὑπὸ τῇ
δρυῒ τῇ
συνήθει
καθεζόμενος ἐσύριττε
καὶ ἅμα τὰς
αἶγας ἐπεσκόπει
κατακειμένας
καὶ ὥσπερ τῶν
μελῶν ἀκροωμένας,
ἡ δὲ
Χλόη πλησίον
καθημένη τὴν ἀγέλην
μὲν τῶν
προβάτων ἐπέβλεπε,
τὸ
δὲ πλέον εἰς
Δάφνιν ἑώρα: καὶ
ἐδόκει καλὸς αὐτῇ
συρίττων
πάλιν,
καὶ αὖθις
αἰτίαν ἐνόμιζε
τὴν μουσικὴν
τοῦ κάλλους,
ὥστε
μετ̓ ἐκεῖνον
καὶ αὐτὴ τὴν
σύριγγα ἔλαβεν,
εἴ
πως γένοιτο καὶ
αὐτὴ καλή.
[5] Ἔπεισε
δὲ [p.
249] αὐτὸν καὶ
λούσασθαι
πάλιν
καὶ
λουόμενον εἶδε
καὶ ἰδοῦσα ἥψατο
καὶ ἀπῆλθε
πάλιν ἐπαινέσασα,
καὶ ὁ ἔπαινος
ἦν ἔρωτος ἀρχή.
Ὅ
τι μὲν οὖν ἔπασχεν
οὐκ ᾔδει νέα
κόρη
καὶ
ἐν ἀγροικίᾳ
τεθραμμένη
καὶ οὐδὲ
ἄλλου
λέγοντος ἀκούσασα
τὸ τοῦ ἔρωτος ὄνομα:
ἄση δὲ αὐτῆς
εἶχε τὴν ψυχήν,
6] καὶ
τῶν ὀφθαλμῶν οὐκ
ἐκράτει καὶ
πολλὰ ἐλάλει
Δάφνιν:
τροφῆς
ἠμέλει, νύκτωρ ἠγρύπνει,
τῆς ἀγέλης
κατεφρόνει:
νῦν
ἐγέλα, νῦν ἔκλαεν:
εἶτα ἐκάθευδεν,
εἶτα ἀνεπήδα:
ὠχρία τὸ
πρόσωπον, ἐρυθήματι
αὖθις ἐφλέγετο.
Οὐδὲ βοὸς
οἴστρῳ
πληγείσης τοιαῦτα
ἔργα.
Ἐπῆλθόν
ποτε αὐτῇ καὶ
τοιοίδε λόγοι
μόνῃ γενομένῃ.
Νῦν
ἐγὼ νοσῶ μέν, τί
δὲ ἡ νόσος ἀγνοῶ:
ἀλγῶ,
καὶ
ἕλκος οὐκ ἔστι
μοι: λυποῦμαι,
καὶ οὐδὲν
τῶν προβάτων ἀπόλωλέ
μοι:
κάομαι,
καὶ ἐν σκιᾷ
τοσαύτῃ
κάθημαι. ’
‘ [2]
Πόσοι βάτοι με ἤμυξαν,
καὶ οὐκ ἔκλαυσα:
πόσαι
μέλιτται
κέντρον ἐνῆκαν,
ἀλλὰ ἔφαγον:
τουτὶ
δὲ τὸ νύττον
μου τὴν
καρδίαν πάντων
ἐκείνων
πικρότερον.
Καλὸς
ὁ Δάφνις, καὶ γὰρ
τὰ ἄνθη:
καλὸν ἡ
σύριγξ αὐτοῦ
φθέγγεται, καὶ
γὰρ αἱ ἀηδόνες.
Ἀλλ̓ ἐκείνων
οὐδείς μοι
λόγος. Εἴθε αὐτοῦ
σύριγξ ἐγενόμην,
ἵν̓ ἐμπνέῃ μοι:
’
[3] εἴθε
αἴξ, ἵν̓ ὑπ̓ ἐκείνου
νέμωμαι.
Ὦ πονηρὸν
ὕδωρ, μόνον
Δάφνιν καλὸν ἐποίησας,
ἐγὼ δὲ
μάτην ἀπελουσάμην.
Οἴχομαι,
Νύμφαι φίλαι: οὐδὲ
ὑμεῖς σώζετε τὴν
παρθένον τὴν ἐν
ὑμῖν τραφεῖσαν;
Τίς
ὑμᾶς
στεφανώσει
μετ̓ ἐμέ; ’
‘ [4]
τίς τοὺς ἀθλίους
ἄρνας ἀναθρέψει;
τίς
τὴν λάλον ἀκρίδα
θεραπεύσει,
ἣν πολλὰ
καμοῦσα ἐθήρασα,
ἵνα με
κατακοιμίζῃ
φθεγγομένη πρὸ
τοῦ [p. 250] ἄντρου;
νῦν
δὲ ἐγὼ μὲν ἀγρυπνῶ
διὰ Δάφνιν, ἡ δὲ
μάτην λαλεῖ.’
Τοιαῦτα
ἔπασχε, τοιαῦτα
ἔλεγεν,
ἐπιζητοῦσα
τὸ ἔρωτος ὄνομα.
Δόρκων δὲ ὁ
βουκόλος,
ὁ τὸν
Δάφνιν ἐκ τοῦ
σιροῦ ἀνιμησάμενος,
ἀρτιγένειος
μειρακίσκος καὶ
εἰδὼς ἔρωτος
καὶ τὰ ἔργα
καὶ τοὔνομα,
εὐθὺς μὲν ἐπ̓ ἐκείνης
τῆς ἡμέρας ἐρωτικῶς
τῆς Χλόης
διετέθη,
πλειόνων
δὲ
διαγενομένων μᾶλλον
τὴν ψυχὴν ἐξεπυρσεύθη
καὶ
τοῦ Δάφνιδος ὡς
παιδὸς
καταφρονήσας ἔγνω
κατεργάσασθαι
δώροις ἢ βίᾳ.
[2] Τὰ
μὲν δὴ πρῶτα δῶρα
αὐτοῖς ἐκόμισε
τῷ μὲν σύριγγα
βουκολικὴν
καλάμων ἐννέα
χαλκῷ
δεδεμένων ἀντὶ
κηροῦ,
τῇ δὲ
νεβρίδα
βακχικήν:
καὶ
αὐτῇ τὸ χρῶμα ἦν
ὥσπερ
γεγραμμένον
χρώμασιν.
Ἐντεῦθεν
δὲ φίλος
νομιζόμενος τοῦ
μὲν Δάφνιδος ἠμέλει
κατ̓ ὀλίγον,
τῇ Χλόῃ δὲ
ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν
ἐπέφερεν ἢ τυρὸν
ἁπαλὸν ἢ
στέφανον ἀνθηρὸν
ἢ μῆλον ὡραῖον:
ἐκόμισε
δέ ποτε αὐτῇ καὶ
μόσχον ἀρτιγέννητον
καὶ
κισσύβιον
διάχρυσον καὶ ὀρνίθων
ὀρείων
νεοττούς.
Ἡ δὲ ἄπειρος
οὖσα τέχνης ἐραστοῦ,
λαμβάνουσα
τὰ δῶρα ἔχαιρεν,
ὅτι
Δάφνιδι εἶχεν
αὐτὰ
χαρίζεσθαι.
4] Καὶ
῾ἔδει γὰρ ἤδη
καὶ Δάφνιν γνῶναι
τὰ ἔρωτος ἔργἀ
γίνεταί ποτε τῷ
Δόρκωνι πρὸς αὐτὸν
ὑπὲρ κάλλους ἔρις,
καὶ ἐδίκαζε μὲν
Χλόη,
ἔκειτο
δὲ ἆθλον τῷ
νικήσαντι φιλῆσαι
Χλόην.
Δόρκων δὲ
πρότερος ὧδε ἔλεγεν.
Ἐγώ,
παρθένε,
μείζων εἰμὶ
Δάφνιδος, κἀγὼ
μὲν βουκόλος,
ὁ
δ̓ αἰπόλος:
τοσοῦτον
κρείττων ὅσον
αἰγῶν βόες:
καὶ
λευκός εἰμι ὡς
γάλα, καὶ πυρρὸς
ὡς θέρος
μέλλον ἀμᾶσθαι,
καὶ ἔθρεψε
μήτηρ, [p. 251] ’
[2] οὐ
θηρίον. Οὗτος
δέ ἐστι σμικρὸς
καὶ
ἀγένειος ὡς
γυνή, καὶ μέλας ὡς
λύκος:
νέμει
δὲ τράγους, ὀδωδὼς
ἀπ̓ αὐτῶν
δεινόν,
καὶ ἔστι
πένης ὡς μηδὲ
κύνα τρέφειν.
Εἰ δ̓, ὡς
λέγουσι,
καὶ
αἲξ αὐτῷ γάλα
δέδωκεν, οὐδὲν ἐρίφου
διαφέρει.’
3] Ταῦτα
καὶ τοιαῦτα ὁ
Δόρκων: καὶ μετὰ
ταῦτα ὁ Δάφνις ‘Ἐμὲ
αἲξ ἀνέθρεψεν ὥσπερ
τὸν Δία:
νέμω
δὲ τράγους τῶν
τούτου βοῶν
μείζονας: ὄζω δὲ
οὐδὲν ἀπ̓ αὐτῶν,
ὅτι μηδὲ ὁ
Πάν, καίτοιγε ὢν
τὸ πλέον
τράγος. ’
[4] Ἀρκεῖ
δέ μοι τυρὸς καὶ
ἄρτος ὀβελίας
καὶ οἶνος
λευκός,
ὅσα ἀγροίκων
πλουσίων
κτήματα. Ἀγένειός
εἰμι, καὶ γὰρ ὁ
Διόνυσος:
μέλας,
καὶ γὰρ ὁ ὑάκινθος:
ἀλλὰ κρείττων
καὶ ὁ Διόνυσος
Σατύρων
καὶ ὁ ὑάκινθος
κρίνων. ’
[5] Οὗτος
δὲ καὶ πυρρὸς ὡς
ἀλώπηξ καὶ
προγένειος ὡς
τράγος
καὶ λευκὸς
ὡς ἐξ ἄστεος
γυνή: κἂν δέῃ σε
φιλεῖν,
ἐμοῦ
μὲν φιλήσεις τὸ
στόμα, τούτου δὲ
τὰς ἐπὶ τοῦ
γενείου
τρίχας.
Μέμνησο
δέ, ὦ παρθένε, ὅτι
καὶ σὲ
ποίμνιον ἔθρεψεν,
ἀλλὰ καὶ
ὣς εἶ καλή.’
17.1
Οὐκέθ̓
ἡ Χλόη
περιέμεινεν, ἀλλὰ
τὰ μὲν ἡσθεῖσα
τῷ ἐγκωμίῳ,
τὰ δὲ
πάλαι ποθοῦσα
φιλῆσαι
Δάφνιν,
ἀναπηδήσασα
αὐτὸν ἐφίλησεν,
ἀδίδακτον μὲν
καὶ ἄτεχνον,
πάνυ
δὲ ψυχὴν θερμᾶναι
δυνάμενον.
[2]
Δόρκων μὲν οὖν ἀλγήσας
ἀπέδραμε ζητῶν
ἄλλην ὁδὸν ἔρωτος:
Δάφνις
δέ, ὥσπερ οὐ
φιληθείς, ἀλλὰ
δηχθείς,
σκυθρωπός
τις εὐθὺς ἦν καὶ
πολλάκις ἐψύχετο
καὶ τὴν
καρδίαν
παλλομένην εἶχε,
καὶ
βλέπειν μὲν ἤθελε
τὴν Χλόην,
βλέπων
δ̓ ἐρυθήματος ἐνεπίμπλατο.
]
Τότε πρῶτον καὶ
τὴν κόμην αὐτῆς
ἐθαύμασεν ὅτι
ξανθή,
καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς
ὅτι μεγάλοι
καθάπερ βοός,
καὶ
τὸ πρόσωπον ὅτι
λευκότερον [p. 252] ἀληθῶς
καὶ
τοῦ τῶν αἰγῶν
γάλακτος,
ὥσπερ
τότε πρῶτον ὀφθαλμοὺς
κτησάμενος,
τὸν
δὲ πρότερον
χρόνον
πεπηρωμένος.
4] Οὔτε
οὖν τροφὴν
προσεφέρετο πλὴν
ὅσον ἀπογεύσασθαι:
καὶ
πότον, εἴ ποτε ἐβιάσθη,
μέχρι
τοῦ διαβρέξαι
τὸ στόμα
προσεφέρετο.
Σιωπηλὸς
ἦν ὁ πρότερον τῶν
ἀκρίδων λαλίστερος,
ἀργὸς ὁ
περιττότερα τῶν
αἰγῶν
κινούμενος.
Ἠμέλητο ἡ
ἀγέλη: ἔρριπτο ἡ
σύριγξ:
χλωρότερον
τὸ πρόσωπον ἦν
πόας θερινῆς.
Πρὸς
μόνην Χλόην ἐγίνετο
λάλος:
καὶ εἴ
ποτε ἀπ̓ αὐτῆς ἐγένετο,
τοιαῦτα πρὸς αὑτὸν
ἀπελήρει
Τί
ποτέ με Χλόης ἐργάζεται
φίλημα;
Χείλη μὲν
ῥόδων ἁπαλώτερα
καὶ στόμα
κηρίων
γλυκύτερον:
τὸ
δὲ φίλημα
κέντρου
μελίττης
πικρότερον.
Πολλάκις
ἐφίλησα ἐρίφους,
πολλάκις
ἐφίλησα
σκύλακας ἀρτιγεννήτους
καὶ τὸν μόσχον,
ὃν ὁ
Δόρκων ἐδωρήσατο:
ἀλλὰ τοῦτο
φίλημα καινόν:
ἐκπηδᾷ
μου τὸ πνεῦμα, ἐξάλλεται
ἡ καρδία,
τήκεται ἡ ψυχή,
καὶ
ὅμως πάλιν φιλῆσαι
θέλω. ’
[2] Ὢ
νίκης κακῆς: ὢ
νόσου καινῆς, ἧς
οὐδὲ εἰπεῖν οἶδα
τοὔνομα.
Ἆρα
φαρμάκων ἐγεύσατο
ἡ Χλόη
μέλλουσά με
φιλεῖν;
Πῶς
οὖν οὐκ ἀπέθανεν;
Οἷον
ᾄδουσιν αἱ ἀηδόνες,
ἡ δὲ ἐμὴ σύριγξ
σιωπᾷ:
οἷον
σκιρτῶσιν οἱ ἔριφοι,
κἀγὼ κάθημαι: οἷον
ἀκμάζει τὰ ἄνθη,
κἀγὼ
στεφάνους οὐ
πλέκω, ἀλλὰ τὰ μὲν
ἴα καὶ ὁ ὑάκινθος
ἀνθεῖ,
Δάφνις
δὲ μαραίνεται. ’
[3] Ἆρά
μου καὶ Δόρκων
εὐμορφότερος ὀφθήσεται;’
Τοιαῦτα
ὁ βέλτιστος
Δάφνις ἔπασχε
καὶ ἔλεγεν,
οἷα
πρῶτον
γευόμενος τῶν ἔρωτος
ἔργων καὶ
λόγων.
19
Ὁ δὲ
Δόρκων ὁ
βουκόλος ὁ τῆς
Χλόης ἐραστὴς
φυλάξας τὸν
Δρύαντα φυτὸν
κατορύττοντα
κλήματος [p. 253]
πρόσεισιν αὐτῷ
μετὰ τυρίσκων
τινῶν γεννικῶν,
καὶ τοὺς
μὲν δῶρον εἶναι
δίδωσι, πάλαι
φίλος ὤν, ἡνίκα
αὐτὸς ἔνεμεν:
ἐντεῦθεν
δὲ ἀρξάμενος ἐνέβαλε
λόγον περὶ τοῦ
τῆς Χλόης
γάμου:
[2]
καὶ εἰ
λαμβάνοι γυναῖκα,
δῶρα πολλὰ καὶ
μεγάλα, ὡς
βουκόλος,
ἐπηγγέλλετο:
ζεῦγος βοῶν ἀροτήρων,
σμήνη τέτταρα
μελιττῶν,
φυτὰ
μηλεῶν
πεντήκοντα,
δέρμα ταύρου
τεμεῖν ὑποδήματα,
μόσχον
ἀνὰ πᾶν ἔτος,
μηκέτι
γάλακτος
δεόμενον:
3] ὥστε
σμικροῦ δεῖν ὁ
Δρύας θελχθεὶς
τοῖς δώροις ἐπένευσε
τὸν γάμον.
Ἐννοήσας
δὲ ὡς
κρείττονος ἡ
παρθένος ἀξία
νυμφίου,
καὶ
δείσας μήποτε
κακοῖς ἀνηκέστοις
περιπέσῃ,
τόν
τε γάμον ἀνένευσε
καὶ συγγνώμην ἔχειν
ᾐτήσατο
καὶ
τὰ ὀνομασθέντα
δῶρα παρῃτήσατο.
Δευτέρας
δὴ διαμαρτὼν ὁ
Δόρκων ἐλπίδος
καὶ
μάτην τυροὺς ἀγαθοὺς
ἀπολέσας ἔγνω
διὰ χειρῶν ἐπιθέσθαι
τῇ Χλόῃ μόνῃ γενομένῃ:
καὶ
παραφυλάξας ὅτι
παῤ ἡμέραν ἐπὶ
πότον ἄγουσι τὰς
ἀγέλας ποτὲ μὲν
ὁ Δάφνις ποτὲ δὲ
ἡ παῖς,
ἐπιτεχνᾶται
τέχνην ποιμένι
πρέπουσαν.
[2]
Λύκου μεγάλου
δέρμα λαβών,
ὅν
ταῦρός ποτε πρὸ
τῶν βοῶν
μαχόμενος τοῖς
κέρασι
διέφθειρε,
περιέτεινε
τῷ σώματι,
ποδῆρες
κατανωτισάμενος,
ὡς τούς
τ̓ ἐμπροσθίους
πόδας ἐφηπλῶσθαι
ταῖς χερσὶ
καὶ
τοὺς κατόπιν
τοῖς σκέλεσιν ἄχρι
πτέρνης
καὶ τοῦ
στόματος τὸ
χάσμα σκέπειν
τὴν κεφαλήν,
ὥσπερ
ἀνδρὸς ὁπλίτου
κράνος:
3] ἐκθηριώσας
δὲ αὑτὸν ὡς ἔνι
μάλιστα,
παραγίνεται πρὸς
τὴν πηγήν,
ἧς ἔπινον
αἱ αἶγες καὶ τὰ
πρόβατα μετὰ τὴν
νομήν.
Ἐν κοίλῃ
δὲ πάνυ γῇ ἦν ἡ
πηγή,
καὶ
περὶ αὐτὴν πᾶς ὁ
τόπος ἀκάνθαις
[p. 254]
καὶ βάτοις
καὶ
ἀρκεύθῳ
ταπεινῇ καὶ
σκολύμοις ἠγρίωτο:
4] ῥᾳδίως
ἂν ἐκεῖ καὶ λύκος
ἀληθινὸς ἔλαθε
λοχῶν.
Ἐνταῦθα
κρύψας ἑαυτὸν ἐπετήρει
τοῦ πότου τὴν ὥραν
ὁ Δόρκων,
καὶ
πολλὴν εἶχεν ἐλπίδα
τῷ σχήματι
φοβήσας λαβεῖν
ταῖς χερσὶ τὴν
χλόην.
Χρόνος
ὀλίγος
διαγίνεται
καὶ Χλόη
κατήλαυνε τὰς ἀγέλας
εἰς τὴν πηγήν,
καταλιποῦσα
τὸν Δάφνιν
φυλλάδα χλωρὰν
κόπτοντα τοῖς ἐρίφοις
τροφὴν μετὰ τὴν
νομήν.
2] Καὶ
οἱ κύνες οἱ τῶν
προβάτων ἐπὶ
φυλακῇ καὶ τῶν
αἰγῶν ἑπόμενοι,
οἵα δὴ
κυνῶν ἐν ῥινηλασίαις
περιεργία,
κινούμενον
τὸν Δόρκωνα πρὸς
τὴν ἐπίθεσιν τῆς
κόρης
φωράσαντες,
πικρὸν
μάλα ὑλακτήσαντες
ὥρμησαν ὡς ἐπὶ
λύκον καὶ
περισχόντες,
πρὶν ὅλως
ἀναστῆναι δἰ ἔκπληξιν,
ἔδακνον κατὰ
τοῦ δέρματος.
3]
Τέως μὲν οὖν τὸν
ἔλεγχον αἰδούμενος
καὶ ὑπὸ
τοῦ δέρματος
τοῦ ἐπισκέποντος
φρουρούμενος ἔκειτο
σιωπῶν ἐν τῇ
λόχμῃ:
ἐπεὶ
δὲ ἥ τε Χλόη πρὸς
τὴν πρώτην
θέαν
διαταραχθεῖσα
τὸν Δάφνιν ἐκάλει
βοηθόν,
οἵ τε
κύνες περισπῶντες
τὸ δέρμα τοῦ
σώματος ἥπτοντο
αὐτοῦ, μέγα οἰμώξας
ἱκέτευε βοηθεῖν
τὴν κόρην
καὶ
τὸν Δάφνιν ἤδη
παρόντα.
4] Τοὺς
μὲν δὴ κύνας ἀνακλήσει
συνήθει ταχέως
ἡμέρωσαν,
τὸν
δὲ Δόρκωνα
κατά τε μηρῶν
καὶ ὤμων
δεδηγμένον ἀγαγόντες
ἐπὶ τὴν πηγὴν ἀπένιψαν
τὰ δήγματα
καὶ
διαμασησάμενοι
φλοιὸν χλωρὸν
πτελέας ἐπέπασαν:
5] ὑπό
τε ἀπειρίας ἐρωτικῶν
τολμημάτων
ποιμενικὴν
παιδιὰν
νομίζοντες τὴν
ἐπιβολὴν τοῦ
δέρματος,
οὐδὲν ὀργισθέντες,
ἀλλὰ
καὶ
παραμυθησάμενοι
καὶ
μέχρι τινὸς
χειραγωγήσαντες
ἀπέπεμψαν.
Καὶ
ὁ μὲν κινδύνου
παρὰ τοσοῦτον ἐλθὼν
καὶ σωθεὶς [p. 255] ἐκ
κυνός,
οὐ
λύκου
στόματος, ἐθεράπευε
τὸ σῶμα:
ὁ δὲ
Δάφνις καὶ ἡ
Χλόη κάματον
πολὺν ἔσχον
μέχρι νυκτὸς τὰς
αἶγας
καὶ
τὰς οἶς
συλλέγοντες:
2] ὑπὸ
γὰρ τοῦ
δέρματος
πτοηθεῖσαι
καὶ
ὑπὸ τῶν κυνῶν ὑλακτησάντων
ταραχθεῖσαι αἱ
μὲν εἰς πέτρας ἀνέδραμον,
αἱ
δὲ μέχρι τῆς
θαλάττης αὐτῆς
κατέδραμον.
Καίτοιγε
ἐπεπαίδευντο
καὶ φωνῇ
πείθεσθαι
καὶ
σύριγγι
θέλγεσθαι καὶ
χειρὸς πλαταγῇ
συλλέγεσθαι:
3] ἀλλὰ
τότε πάντων αὐταῖς
ὁ φόβος λήθην ἐνέβαλε.
Καὶ
μόλις ὥσπερ
λαγὼς ἐκ τῶν ἰχνῶν
εὑρίσκοντες εἰς
τὰς ἐπαύλεις ἤγαγον.
Ἐκείνης
μόνης τῆς νυκτὸς
ἐκοιμήθησαν
βαθὺν ὕπνον
καὶ
τῆς ἐρωτικῆς
λύπης φάρμακον
τὸν κάματον ἔσχον.
4] Αὖθις
δὲ ἡμέρας ἐπελθούσης,
πάλιν ἔπασχον
παραπλήσια.
Ἔχαιρον
ἰδόντες, ἀπαλλαγέντες
ἤλγουν:
ἤθελόν
τι, ἠγνόουν ὅ τι
θέλουσι.
Τοῦτο
μόνον ᾔδεσαν ὅτι
τὸν μὲν φίλημα,
τὴν δὲ λουτρὸν ἀπώλεσεν.
Ἐξέκαε
δ̓ αὐτοὺς καὶ ἡ
ὥρα τοῦ ἔτους.
Ἦρος ἦν ἤδη
τέλος καὶ
θέρους ἀρχή,
καὶ
πάντα ἐν ἀκμῇ:
δένδρα ἐν
καρποῖς, πεδία ἐν
ληίοις.
Ἡδεῖα
μὲν τεττίγων ἠχή,
γλυκεῖα
δὲ ὀπώρας ὀδμή,
τερπνὴ δὲ
ποιμνίων
βληχή.
2] Εἴκασεν
ἄν τις καὶ τοὺς
ποταμοὺς ᾄδειν
ἠρέμα ῥέοντας
καὶ τοὺς ἀνέμους
συρίττειν ταῖς
πίτυσιν ἐμπνέοντας
καὶ
τὰ μῆλα ἐρῶντα
πίπτειν χαμαὶ
καὶ
τὸν ἥλιον
φιλόκαλον ὄντα
πάντας ἀποδύειν.
Ὁ μὲν οὖν
Δάφνις
θαλπόμενος
τούτοις ἅπασιν
εἰς τοὺς
ποταμοὺς ἐνέβαινε,
καὶ
ποτὲ μὲν ἐλούετο,
ποτὲ δὲ τῶν ἰχθύων
τοὺς ἐνδινεύοντας
ἐθήρα:
πολλάκις
δὲ καὶ ἔπινεν, ὡς
τὸ ἔνδοθεν καῦμα
σβέσων.
3] Ἡ
δὲ Χλόη μετὰ τὸ ἀμέλξαι
τὰς οἶς
καὶ
τῶν αἰγῶν τὰς
πολλὰς ἐπὶ πολὺν μὲν
χρόνον
πράγματα εἶχε
πηγνῦσα τὸ
γάλα:
δειναὶ
γὰρ αἱ μυῖαι
λυπῆσαι καὶ
δακεῖν, εἰ
διώκοιντο:
τὸ δὲ ἐντεῦθεν
ἀπολουσαμένη
τὸ πρόσωπον
πίτυος ἐστεφανοῦτο
κλάδοις
καὶ
τῇ νεβρίδι ἐζώννυτο
καὶ τὸν γαυλὸν ἀναπλήσασα
οἴνου
καὶ
γάλακτος κοινὸν
μετὰ τοῦ
Δάφνιδος πότον
εἶχε.
Τῆς
δὲ μεσημβρίας ἐπελθούσης
ἐγίνετο ἤδη τῶν
ὀφθαλμῶν ἅλωσις
αὐτοῖς:
ἡ μὲν
γὰρ γυμνὸν ὁρῶσα
τὸν Δάφνιν ἐς ἄθρουν
ἐνέπιπτε τὸ
κάλλος,
καὶ ἐτήκετο
μηδὲν αὐτοῦ
μέρος
μέμψασθαι
δυναμένη:
ὁ δὲ ἰδὼν
ἐν νεβρίδι καὶ
στεφάνῳ
πίτυος ὀρέγουσαν
τὸν γαυλὸν
μίαν ᾤετο τῶν ἐκ
τοῦ ἄντρου
Νυμφῶν ὁρᾶν.
2] Ὁ
μὲν οὖν τὴν
πίτυν ἀπὸ τῆς
κεφαλῆς ἁρπάζων
αὐτὸς ἐστεφανοῦτο,
πρότερον
φιλήσας τὸν
στέφανον:
ἡ δὲ τὴν ἐσθῆτα
αὐτοῦ
λουομένου καὶ
γυμνωθέντος ἐνεδύετο,
πρότερον
καὶ αὐτὴ
φιλήσασα.
3] Ἤδη
ποτὲ καὶ
μήλοις ἀλλήλους
ἔβαλον
καὶ
τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων
ἐκόσμησαν
διακρίνοντες τὰς
κόμας:
καὶ
ἡ μὲν εἴκασεν αὐτοῦ
τὴν κόμην,
ὅτι
μέλαινα,
μύρτοις, ὁ δὲ
μήλῳ τὸ
πρόσωπον αὐτῆς,
ὅτι λευκὸν
καὶ ἐνερευθὲς ἦν.
4] Ἐδίδασκεν
αὐτὴν καὶ
συρίττειν:
καὶ
ἀρξαμένης ἐμπνεῖν
ἁρπάζων τὴν
σύριγγα τοῖς
χείλεσιν αὐτὸς
τοὺς καλάμους ἐπέτρεχε:
καὶ ἐδόκει
μὲν διδάσκειν ἁμαρτάνουσαν,
εὐπρεπῶς
δὲ διὰ τῆς
σύριγγος Χλόην
κατεφίλει.
Συρίττοντος
δὲ αὐτοῦ τὸ
μεσημβρινὸν
καὶ τῶν
ποιμνίων
σκιαζομένων ἔλαθεν
ἡ Χλόη
κατανυστάξασα.
Φωράσας
τοῦτο ὁ Δάφνις
καὶ
καταθέμενος τὴν
σύριγγα πᾶσαν
αὐτὴν ἔβλεπεν ἀπλήστως,
οἷα
μηδὲν αἰδούμενος,
καὶ
ἅμα ἠρέμα ὑπεφθέγγετο
‘οἷον
καθεύδουσιν [p. 257] ὀφθαλμοί,
οἷον
δὲ ἀποπνεῖ τὸ
στόμα. ’
[2] Οὐδὲ
τὰ μῆλα τοιοῦτον,
οὐδὲ αἱ ὄχναι.
Ἀλλὰ φιλῆσαι
μὲν δέδοικα:
δάκνει τὸ
φίλημα τὴν
καρδίαν,
καὶ
ὥσπερ τὸ νέον
μέλι μαίνεσθαι
ποιεῖ:
ὀκνῶ
δὲ καὶ μὴ
φιλήσας αὐτὴν ἀφυπνίσω.
’
3] Ὤ
λάλων
τεττίγων, οὐκ ἐάσουσιν
αὐτὴν
καθεύδειν μέγα
ἠχοῦντες.
Ἀλλὰ καὶ
οἱ τράγοι τοῖς
κέρασι παταγοῦσι
μαχόμενοι.
Ὤ λύκων ἀλωπέκων
δειλοτέρων, οἳ
τούτους οὐχ ἥρπασαν.’
Ἐν
τοιούτοις ὄντος
αὐτοῦ λόγοις
τέττιξ φεύγων
χελιδόνα θηρᾶσαι
θέλουσαν
κατέπεσεν εἰς
τὸν κόλπον τῆς
Χλόης:
καὶ ἡ
χελιδὼν ἑπομένη
τὸν μὲν οὐκ ἠδυνήθη
λαβεῖν,
ταῖς
δὲ πτέρυξιν ἐγγὺς
διὰ τὴν δίωξιν
γενομένη τῶν
παρειῶν αὐτῆς ἥψατο.
] Ἡ
δὲ οὐκ εἰδυῖα τὸ
πραχθὲν μέγα
βοήσασα τῶν ὕπνων
ἐξέθορεν.
Ἰδοῦσα
δὲ καὶ τὴν
χελιδόνα ἔτι
πλησίον
πετομένην
καὶ τὸν
Δάφνιν ἐπὶ τῷ
δέει γελῶντα
τοῦ φόβου μὲν ἐπαύσατο,
τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς
ἀπέματτεν ἔτι
καθεύδειν
θέλοντας.
[3]
Καὶ ὁ τέττιξ ἐκ
τῶν κόλπων ἐπήχησεν
ὅμοιον ἱκέτῃ
χάριν ὁμολογοῦντι
τῆς σωτηρίας.
Πάλιν
οὖν ἡ Χλόη μέγα ἐβόησεν,
ὁ δὲ Δάφνις ἐγέλασε:
καὶ
προφάσεως
λαβόμενος καθῆκεν
αὐτῆς εἰς τὰ
στέρνα τὰς χεῖρας
καὶ
ἐξάγει τὸν
βέλτιστον
τέττιγα, μηδὲ ἐν
τῇ δεξιᾷ σιωπῶντα.
Ἡ δὲ
ἥδετο ἰδοῦσα
καὶ ἐφίλησε
λαβοῦσα καὶ αὖθις
ἐνέβαλε τῷ
κόλπῳ λαλοῦντα.
Ἔτερψεν
αὐτοὺς τότε
φάττα βουκολικὸν
ἐκ τῆς ὕλης
φθεγξαμένη.
Καὶ
τῆς Χλόης
ζητούσης μαθεῖν
ὅ τι λέγει,
διδάσκει
αὐτὴν ὁ Δάφνις
μυθολογῶν τὰ
θρυλούμενα.
[2] ‘Ἦν
οὕτω, παρθένε,
παρθένος καλὴ
καὶ ἔνεμε βοῦς
πολλὰς ἐν ὕλῃ:
ἦν
δὲ ἄρα καὶ ᾠδικὴ
καὶ ἐτέρποντο [p. 258] αἱ
βόες αὐτῆς τῇ
μουσικῇ,
καὶ
ἔνεμεν οὔτε
καλαύροπος
πληγῇ οὔτε
κέντρου
προσβολῇ,
ἀλλὰ
καθίσασα ὑπὸ
πίτυν
καὶ
στεφανωσαμένη
πίτυϊ ᾖδε Πᾶνα
καὶ τὴν Πίτυν,
καὶ αἱ
βόες τῇ φωνῇ
παρέμενον. ’
[3]
Παῖς οὐ μακρὰν
νέμων βοῦς, καὶ
αὐτὸς καλὸς
καὶ
ᾠδικὸς ὡς ἡ
παρθένος,
φιλονεικήσας
πρὸς τὴν μελῳδίαν,
μείζονα ὡς ἀνήρ,
ἡδίονα
ὡς παῖς φωνὴν ἀντεπεδείξατο,
καὶ
τῶν βοῶν ὀκτὼ τὰς
ἀρίστας ἐς τὴν ἰδίαν
ἀγέλην θέλξας ἀπεβουκόλησεν.
’
[4] Ἄχθεται
ἡ παρθένος τῇ
βλάβῃ τῆς ἀγέλης,
τῇ ἥττῃ
τῆς ᾠδῆς, καὶ εὔχεται
τοῖς θεοῖς ὄρνις
γενέσθαι πρὶν
οἴκαδε ἀφικέσθαι.
Πείθονται
οἱ θεοὶ καὶ
ποιοῦσι τήνδε
τὴν ὄρνιν, ὄρειον
ὡς παρθένον,
μουσικὴν
ὡς ἐκείνην.
Καὶ ἔτι νῦν
ᾄδουσα μηνύει
τὴν συμφοράν,
ὅτι
βοῦς ζητεῖ
πεπλανημένας.’
Τοιάσδε
τέρψεις αὐτοῖς
τὸ θέρος παρεῖχε.
Μετοπώρου
δὲ ἀκμάζοντος
καὶ τοῦ
βότρυος Τύριοι
λῃσταὶ Καρικὴν
ἔχοντες ἡμιολίαν,
ὡς ἂν
μὴ δοκοῖεν
βάρβαροι,
προσέσχον τοῖς
ἀγροῖς,
καὶ
ἐκβάντες σὺν
μαχαίραις
καὶ ἡμιθωρακίοις
κατέσυρον
πάντα τὰ εἰς χεῖρας
ἐλθόντα, οἶνον ἀνθοσμίαν,
πυρὸν
ἄφθονον, μέλι ἐν
κηρίοις:
ἤλασάν
τινας καὶ βοῦς ἐκ
τῆς Δόρκωνος ἀγέλης.
2]
Λαμβάνουσι καὶ
τὸν Δάφνιν ἀλύοντα
παρὰ τὴν
θάλατταν:
ἡ γὰρ
Χλόη
βραδύτερον ὡς
κόρη τὰ
πρόβατα ἐξῆγε
τοῦ Δρύαντος,
φόβῳ
τῶν ἀγερώχων
ποιμένων.
Ἰδόντες
δὲ μειράκιον
μέγα καὶ καλὸν
καὶ κρεῖττον τῆς
ἐξ ἀγρῶν ἁρπαγῆς,
μηκέτι
μηδὲν μήτε ἐς τὰς
αἶγας μήτε ἐς
τοὺς ἄλλους ἀγροὺς
περιεργασάμενοι
κατῆγον αὐτὸν ἐπὶ
τὴν ναῦν
κλάοντα
καὶ
ἠπορημένον καὶ
μέγα Χλόην
καλοῦντα.
3] Καὶ
οἱ μὲν τὸ πεῖσμα
ἄρτι ἀπολύσαντες
καὶ
τὰς κώπας ταῖς
χερσὶν ἐμβαλόντες
ἀνέπλεον εἰς τὸ
πέλαγος:
Χλόη δὲ [p. 259]
κατήλαυνε τὸ
ποίμνιον,
σύριγγα
καινὴν τῷ
Δάφνιδι δῶρον
κομίζουσα.
Ἰδοῦσα
δὲ τὰς αἶγας
τεταραγμένας
καὶ ἀκούσασα
τοῦ Δάφνιδος ἀεὶ
μεῖζον αὐτὴν
βοῶντος,
προβάτων
μὲν ἀμελεῖ καὶ
τὴν σύριγγα ῥίπτει,
δρόμῳ
δὲ πρὸς τὸν Δόρκωνα
παραγίνεται
δεησομένη
βοηθεῖν
Ὁ δὲ
ἔκειτο πληγαῖς
νεανικαῖς
συγκεκομμένος ὑπὸ
τῶν λῃστῶν
καὶ
ὀλίγον ἐμπνέων,
αἵματος πολλοῦ
χεομένου.
Ἰδὼν
δὲ τὴν Χλόην καὶ
ὀλίγον ἐκ τοῦ
πρότερον ἔρωτος
ἐμπύρευμα λαβὼν
‘ἐγὼ μὲν’ εἶπε,
‘Χλόη,
τεθνήξομαι μετ̓
ὀλίγον:
οἱ
γάρ με ἀσεβεῖς
λῃσταὶ πρὸ τῶν
βοῶν
μαχόμενον
κατέκοψαν ὡς
βοῦν. ’
[2] Σὺ
δὲ καὶ Δάφνιν σῶσον
κἀμοὶ
τιμώρησον κἀκείνους
ἀπόλεσον.
Ἐπαίδευσα
τὰς βοῦς ἤχῳ
σύριγγος ἀκολουθεῖν
καὶ
διώκειν τὸ
μέλος αὐτῆς, κἂν
νέμωνταί που
μακράν.
Ἴθι
δή, λαβοῦσα τὴν
σύριγγα ταύτην
ἔμπνευσον αὐτῇ
μέλος ἐκεῖνο,
ὃ
Δάφνιν μὲν ἐγώ
ποτε ἐδιδαξάμην,
Δάφνις
δὲ σέ: τὸ δὲ ἐντεῦθεν
τῇ σύριγγι
μελήσει
καὶ
τῶν βοῶν ταῖς ἐκεῖ.
’
[3]
Χαρίζομαι δέ
σοι καὶ τὴν
σύριγγα αὐτήν,
ᾗ πολλοὺς
ἐρίζων καὶ
βουκόλους ἐνίκησα
καὶ αἰπόλους.
Σὺ
δὲ ἀντὶ τῶνδε
καὶ ζῶντα ἔτι
φίλησον καὶ ἀποθανόντα
κλαῦσον:
κἂν
ἴδῃς ἄλλον
νέμοντα τὰς βοῦς,
ἐμοῦ
μνημόνευσον.’
Δόρκων
μὲν δὴ τοσαῦτα
εἰπὼν
καὶ
φίλημα φιλήσας
ὕστατον ἀφῆκεν
ἅμα τῷ φιλήματι
τὴν ψυχήν:
ἡ δὲ Χλόη
λαβοῦσα τὴν
σύριγγα
καὶ ἐνθεῖσα
τοῖς χείλεσιν ἐσύριττεν
ὡς ἐδύνατο
μέγιστον:
καὶ
αἱ βόες ἀκούουσι
καὶ τὸ μέλος
γνωρίζουσι
καὶ ὁρμῇ
μιᾷ
μυκησάμεναι
πηδῶσιν εἰς τὴν
θάλατταν.
[2]
Βιαίου δὲ
πηδήματος εἰς ἕνα
τοῖχον τῆς νεὼς
γενομένου
κἀκ της [p. 260] ἐμπτώσεως
τῶν βοῶν
κοίλης τῆς
θαλάττης
διαστάσης
στρέφεται μὲν ἡ
ναῦς
καὶ τοῦ
κλύδωνος
συνιόντος ἀπόλλυται,
οἱ δὲ ἐκπίπτουσιν
οὐχ ὁμοίαν ἔχοντες
ἐλπίδα
σωτηρίας.
3] Οἱ
μὲν γὰρ λῃσταὶ
τὰς μαχαίρας
παρήρτηντο
καὶ τὰ ἡμιθωράκια
τὰ λεπιδωτὰ ἐνεδέδυντο
καὶ κνημῖδας
εἰς μέσην
κνήμην ὑπεδέδεντο:
ὁ δὲ
Δάφνις ἀνυπόδητος,
ὡς ἐν πεδίῳ
νέμων, καὶ ἡμίγυμνος,
4] ὡς
ἔτι τῆς ὥρας οὔσης
καυματώδους.
Ἐκείνους
μὲν οὖν ἐπ̓ ὀλίγον
νηξαμένους τὰ ὅπλα
κατήνεγκεν εἰς
βυθόν:
ὁ δὲ
Δάφνις τὴν μὲν ἐσθῆτα
ῥᾳδίως ἀπεδύσατο,
περὶ
δὲ τὴν νῆξιν ἔκαμνεν,
οἷα
πρότερον
νηχόμενος ἐν
ποταμοῖς
μόνοις:
5] ὕστερον
δὲ παρὰ τῆς ἀνάγκης
τὸ πρακτέον
διδαχθεὶς εἰς
μέσας ὥρμησε τὰς
βοῦς,
καὶ βοῶν
δύο κεράτων ταῖς
δύο χερσὶ
λαβόμενος ἐκομίζετο
μέσος ἀλύπως
καὶ ἀπόνως,
ὥσπερ ἐλαύνων ἅμαξαν.
6]
Νήχεται δὲ ἄρα
βοῦς ὅσον οὐδὲ ἄνθρωπος:
μόνων λείπεται
τῶν ἐνύδρων ὀρνίθων
καὶ αὐτῶν
ἰχθύων: οὐδ̓ ἂν ἀπόλοιτο
βοῦς
νηχόμενος,
εἰ μὴ τῶν
χηλῶν οἱ ὄνυχες
περιπέσοιεν
διάβροχοι
γενόμενοι.
Μαρτυροῦσι
τῷ λόγῳ μέχρι νῦν
πολλοὶ τόποι τῆς
θαλάττης,
βοὸς
πόροι
λεγόμενοι.
Σώζεται
μὲν δὴ τοῦτον τὸν
τρόπον ὁ
Δάφνις,
δύο
κινδύνους παῤ ἐλπίδα
πᾶσαν
διαφυγών, λῃστηρίου
καὶ ναυαγίας:
ἐξελθὼν
δὲ καὶ τὴν
Χλόην ἐπὶ τῆς γῆς
γελῶσαν ἅμα
καὶ
δακρύουσαν εὑρὼν
ἐμπίπτει τε αὐτῆς
τοῖς κόλποις
καὶ
ἐπυνθάνετο τί
βουλομένη
συρίσειεν:
2] ἡ
δὲ αὐτῷ διηγεῖται
πάντα:
τὸν
δρόμον τὸν ἐπὶ
τὸν Δόρκωνα,
τὸ
παίδευμα τῶν
βοῶν, πῶς
κελευσθείη
συρίσαι,
καὶ
ὅτι τέθνηκε
Δόρκων:
μόνον αἰδεσθεῖσα
τὸ φίλημα οὐκ εἶπεν.
Ἔδοξε
δὴ τιμῆσαι τὸν
εὐεργέτην,
καὶ
ἐλθόντες μετὰ
τῶν
προσηκόντων
Δόρκωνα
θάπτουσι τὸν ἄθλιον.
3] Γῆν
μὲν οὖν πολλὴν [p. 261] ἐπένησαν,
φυτὰ
δὲ ἥμερα πολλὰ ἐφύτευσαν
καὶ ἐξήρτησαν
αὐτῶν τῶν ἔργων
ἀπαρχάς:
ἀλλὰ καὶ
γάλα
κατέσπεισαν καὶ
βότρυς
κατέθλιψαν
καὶ σύριγγας
πολλὰς
κατέκλασαν.
4] Ἠκούσθη
καὶ τῶν βοῶν ἐλεεινὰ
μυκήματα
καὶ
δρόμοι τινὲς ὤφθησαν
ἅμα τοῖς μυκήμασιν
ἄτακτοι:
καὶ
ὡς ἐν ποιμέσιν
εἰκάζετο
καὶ αἰπόλοις,
ταῦτα θρῆνος ἦν
τῶν βοῶν ἐπὶ
βουκόλῳ
τετελευτηκότι.
Μετὰ
δὲ τὸν τοῦ
Δόρκωνος τάφον
λούει τὸν
Δάφνιν ἡ Χλόη
πρὸς τὰς
Νύμφας ἀγαγοῦσα.
Καὶ
αὐτὴ τότε πρῶτον
Δάφνιδος ὁρῶντος
ἐλούσατο τὸ σῶμα
λευκὸν
καὶ
καθαρὸν ὑπὸ
κάλλους
καὶ
οὐδὲν λουτρῶν ἐς
κάλλος
δεόμενον:
2] καὶ
ἄνθη
συλλέξαντες, ὅσα
τῆς ὥρας ἐκείνης,
ἐστεφάνωσαν
τὰ ἀγάλματα καὶ
τὴν τοῦ
Δόρκωνος
σύριγγα τῆς
πέτρας ἐξήρτησαν
ἀνάθημα.
Καὶ
μετὰ τοῦτο ἐλθόντες
ἐπεσκόπουν τὰς
αἶγας καὶ τὰ
πρόβατα.
3] Τὰ
δὲ πάντα
κατέκειτο μήτε
νεμόμενα μήτε
βληχώμενα, ἀλλ̓,
οἶμαι,
τὸν Δάφνιν καὶ
τὴν Χλόην ἀφανεῖς
ὄντας ποθοῦντα.
Ἐπειδὴ
οὖν ὀφθέντες
καὶ ἐβόησαν τὸ
σύνηθες καὶ ἐσύρισαν,
τὰ
μὲν ποίμνια ἀναστάντα
ἐνέμετο, αἱ δὲ αἶγες
ἐσκίρτων
φριματτόμεναι,
καθάπερ ἡδόμεναι
σωτηρίᾳ
συνήθους αἰπόλου.
[4] Οὐ
μὴν ὁ Δάφνις
χαίρειν ἔπειθε
τὴν ψυχήν,
ἰδὼν
τὴν Χλόην γυμνὴν
καὶ τὸ
πρότερον
λανθάνον
κάλλος ἐκκεκαλυμμένον.
Ἤλγει τὴν
καρδίαν ὡς ἐσθιομένην
ὑπὸ φαρμάκων,
καὶ αὐτῷ
τὸ πνεῦμα ποτὲ
μὲν λάβρον ἐξέπνει,
καθάπερ τινὸς
διώκοντος αὐτόν,
ποτὲ
δὲ ἐξέλειπε,
καθάπερ ἐκδαπανηθὲν
ἐν ταῖς
πρότερον ἐπιδρομαῖς.
5] Ἐδόκει
τὸ λουτρὸν [p. 262] εἶναι
τῆς θαλάττης
φοβερώτερον:
ἐνόμιζε
τὴν ψυχὴν ἔτι
παρὰ τοῖς λῃσταῖς
μένειν, οἷα
νέος
καὶ ἄγροικος
καὶ ἔτι ἀγνοῶν
τὸ ἔρωτος λῃστήριον.
Book 2 chap.
2
this
was much
better than being fucked
to death by smelly
pirates
καὶ τῶν ποδῶν προυκυλίετο.
Τέλος δὲ ἡ μὲν ἐξῄει τοῦ δεσμωτηρίου,
ὁ δὲ ὡς εἶχεν ἑαυτὸν ἐπὶ γῆς ῥίψας ἔστενεν,
ἔκλαεν ‘ὦ πάτερ’ λέγων ‘φίλτατε, ὦ μῆτερ Θεμιστώ:
ποῦ μὲν ἡ ἐν Ἐφέσῳ δοκοῦσά ποτ̓ εὐδαιμονία;
ποῦ δ̓ οἱ λαμπροὶ καὶ
οἱ περίβλεπτοι Ἄνθεια καὶ
Ἁβροκόμης,
οἱ καλοί; ἡ μὲν οἴχεται πόρρω ποι τῆς γῆς
αἰχμάλωτος,
ἐγὼ δὲ καὶ τὸ μόνον ἀφῄρημαι παραμύθιον,
καὶ
τεθνήξομαι ὁ
δυστυχὴς ἐν
δεσμωτηρίῳ
μόνος.’
Ταῦτα
λέγοντα αὐτὸν ὕπνος
καταλαμβάνει,
καὶ αὐτῷ ὄναρ ἐφίσταται.
Ἔδοξεν
ἰδεῖν αὐτοῦ τὸν
πατέρα
Λυκομήδην ἐν ἐσθῆτι
μελαίνῃ
πλανώμενον κατὰ
πᾶσαν γῆν καὶ
θάλατταν,
ἐπιστάντα
δὲ τῷ
δεσμωτηρίῳ λῦσαί
τ̓ αὐτὸν
καὶ ἀφιέναι ἐκ
τοῦ οἰκήματος:
αὐτὸν δ̓ ἵππον
γενόμενον ἐπὶ
πολλὴν
φέρεσθαι γῆν
διώκοντα ἵππον
ἄλλην θήλειαν,
καὶ
τέλος εὑρεῖν τὴν
ἵππον καὶ ἄνθρωπον
γενέσθαι.
Ταῦτα ὡς ἔδοξεν
ἰδεῖν, ἀνέθορέ
τε καὶ μικρὰ εὔελπις
ἦν.
Ὁ μὲν οὖν ἐν τῷ
δεσμωτηρίῳ
κατεκέκλειστο,
ἡ δὲ Ἄνθεια εἰς
Συρίαν ἤγετο
καὶ ὁ Λεύκων καὶ
ἡ Ῥόδη.
Ὡς δὲ ἧκον
οἱ περὶ τὴν
Μαντὼ εἰς Ἀντιόχειαν
῾ἐκεῖθεν γὰρ ἦν
Μοῖρις᾿,
ἐμνησικάκει μὲν
Ῥόδην, ἐμίσει δὲ
καὶ τὴν Ἄνθειαν.
Καὶ δὴ
τὴν μὲν Ῥόδην εὐθὺς
μετὰ τοῦ
Λεύκωνος
κελεύει ἐμβιβάσαντάς
τινας πλοίῳ ὡς
πορρωτάτω τῆς
Σύρων ἀποδόσθαι
γῆς,
τὴν δὲ Ἄνθειαν
οἰκέτῃ
συνουσιάζειν ἐνενόει
καὶ ταῦτα
τῶν ἀτιμοτάτων,
αἰπόλῳ τινὶ ἀγροίκῳ,
ἡγουμένη
διὰ τούτου
τιμωρήσεσθαι αὐτήν.
Μεταπέμπεται
δὲ τὸν αἰπόλον,
Λάμπωνα
τοὔνομα, καὶ
παραδίδωσι τὴν
Ἄνθειαν
καὶ κελεύει
γυναῖκα ἔχειν,
καὶ ἐὰν ἀπειθῇ
προσέταξε
βιάζεσθαι.
Καὶ ἡ μὲν
ἤγετο ἐπ̓ ἀγρὸν
συνεσομένη τῷ
αἰπόλῳ:
γενομένη
δὲ ἐν τῷ χωρίῳ ἔνθα
ὁ Λάμπων ἔνεμε
τὰς αἶγας,
προσπίπτει
τοῖς γόνασιν αὐτοῦ
καὶ ἱκετεύει
κατοικτεῖραι
καὶ τηρῆσαι:
διηγεῖται δὲ ἥτις
ἦν, τὴν
προτέραν εὐγένειαν,
τὸν ἄνδρα, τὴν
αἰχμαλωσίαν: ἀκούσας
δὲ ὁ Λάμπων οἰκτείρει
τὴν κόρην καὶ ὄμνυσιν
ἦ μὴν φυλάξειν ἀμόλυντον,
καὶ θαρρεῖν
παρεκελεύετο.
Καὶ ἡ μὲν παρὰ
τῷ αἰπόλῳ ἦν ἐν
τῷ χωρίῳ πάντα
χρόνον Ἁβροκόμην
θρηνοῦσα:
ὁ δὲ Ἄψυρτος
ἐρευνώμενος τὸ
οἰκημάτιον ἔνθα
ὁ Ἁβροκόμης πρὸ
τῆς κολάσεως
διῆγεν,
ἐπιτυγχάνει τῷ
γραμματιδίῳ τῷ
Μαντοῦς πρὸς Ἁβροκόμην
καὶ γνωρίζει τὰ
γράμματα, καὶ ὅτι
ἀδίκως Ἁβροκόμην
τιμωρεῖται ἔμαθεν:
εὐθὺς
οὖν λῦσαί τε αὐτὸν
προσέταξε καὶ ἀγαγεῖν
εἰς ὄψιν.
Πόνηρα δὲ καὶ ἐλεεινὰ
πεπονθὼς
προσπίπτει τοῖς
γόνασι τοῖς Ἀψύρτου,
ὁ δὲ αὐτὸν
ἀνίστησι καὶ
‘θάρρει’ ἔφη, ‘ὦ
μειράκιον:
ἀδίκως
σου κατέγνων
πεισθεὶς
θυγατρὸς
λόγοις:
ἀλλὰ νῦν μέν
σε ἐλεύθερον ἀντὶ
δούλου ποιήσω,
δίδωμι δέ σοι τῆς
οἰκίας ἄρχειν
τῆς ἐμῆς
καὶ
γυναῖκα ἄξομαι
τῶν πολιτῶν
τινος
θυγατέρα:
σὺ δὲ μὴ
μνησικακήσῃς
τῶν
γεγενημένων, ’
οὐ γὰρ ἑκών
σε ἠδίκησα.’
Ταῦτα ἔλεγεν ὁ
Ἄψυρτος: ὁ δὲ Ἁβροκόμης
‘ἀλλὰ χάρις’ ἔφη
‘σοι,
δέσποτα, ὅτι
καὶ τἀληθὲς ἔμαθες
καὶ τῆς
σωφροσύνης ἀμείβῃ
με.’
Ἔχαιρον
δὲ πάντες οἱ
κατὰ τὴν οἰκίαν
ὑπὲρ Ἁβροκόμου
καὶ χάριν ᾔδεσαν
ὑπὲρ αὐτοῦ τῷ
δεσπότῃ:
αὐτὸς δὲ ἐν
μεγάλῃ συμφορᾷ
κατ̓ Ἄνθειαν ἦν:
ἐνενόει δὲ πρὸς
ἑαυτὸν
πολλάκις ‘τί δεῖ
ἐλευθερίας ἐμοί;
τί δὲ
πλούτων καὶ ἐπιμελείας
τῶν Ἀψύρτου
χρημάτων;
οὐ τοιοῦτον εἶναί
με δεῖ: ἐκείνην ἢ
ζῶσαν ἢ τεθνεῶσαν
εὕροιμι.’
Ὁ μὲν οὖν
ἐν τούτοις ἦν,
διοικῶν μὲν τὰ Ἀψύρτου,
ἐννοῶν δὲ ὅπως
καὶ ποῦ τὴν Ἄνθειαν
εὑρήσει:
ὁ δὲ Λεύκων καὶ
ἡ Ῥόδη ἤχθησαν
εἰς Λυκίαν εἰς
πόλιν Ξάνθον
῾ἀνώτερον δὲ
θαλάσσης ἡ
πόλις᾿ κἀνταῦθα
ἐπράθησαν
πρεσβύτῃ τινί,
ὃς αὐτοὺς εἶχε
μετὰ πάσης ἐπιμελείας,
παῖδας
αὑτοῦ νομίζων,
καὶ γὰρ ἄτεκνος
ἦν:
διῆγον δὲ ἐν ἀφθόνοις
μὲν πᾶσιν,
ἐλύπουν
δὲ αὐτοὺς Ἄνθεια
καὶ Ἁβροκόμης
οὐχ ὁρώμενοι.
Ἡ δὲ Ἄνθεια ἦν
μέν τινα
χρόνον παρὰ τῷ
αἰπόλῳ,
συνεχὲς
δὲ ὁ Μοῖρις ὁ ἀνὴρ
τῆς Μαντοῦς εἰς
τὸ χωρίον ἐρχόμενος
ἐρᾷ τῆς Ἀνθείας
σφοδρὸν ἔρωτα.
Καὶ τὰ μὲν πρῶτα
ἐπειρᾶτο
λανθάνειν,
τελευταῖον δὲ
λέγει τῷ αἰπόλῳ
τὸν ἔρωτα
καὶ πολλὰ ὑπισχνεῖτο
συγκύψαντι.
Ὁ δὲ τῷ
μὲν Μοίριδι
συντίθεται,
δεδοικὼς δὲ τὴν
Μαντὼ ἔρχεται
πρὸς αὐτὴν
καὶ
λέγει τὸν ἔρωτα
τὸν Μοίριδος.
Ἡ δὲ ἐν ὀργῇ
γενομένη ‘πασῶν’
ἔφη
‘δυστυχεστάτη
γυναικῶν ἐγώ:
τὴν
ζήλην
περιάγομαι, δἰ ἣν
τὰ μὲν πρῶτα ἐν
Φοινίκῃ ἀφῃρέθην
τοῦ ἐρωμένου,
νυνὶ δὲ
κινδυνεύω περὶ
τοῦ ἀνδρός:
ἀλλ̓ οὐ
χαίρουσά γε Ἄνθεια
φανεῖται καλὴ
καὶ Μοίριδι:
ἐγὼ γὰρ
αὐτὴν καὶ ὑπὲρ
τῶν ἐν Τύρῳ
πράξομαι
δίκας.’
Τότε μὲν
οὖν τὴν ἡσυχίαν
ἤγαγεν: ἀποδημήσαντος
δὲ τοῦ
Μοίριδος
μεταπέμπεται τὸν
αἰπόλον
καὶ
κελεύει
λαβόντα τὴν Ἄνθειαν
εἰς τὸ
δασύτατον ἀγαγόντα
τῆς ὕλης ἀποκτεῖναι
καὶ τούτου
μισθὸν αὐτῷ δώσειν
ὑπέσχετο.
Ὁ δὲ οἰκτείρει
μὲν τὴν κόρην,
δεδοικὼς δὲ τὴν
Μαντὼ ἔρχεται
παρὰ τὴν Ἄνθειαν
καὶ λέγει τὰ
κατ̓ αὐτῆς
δεδογμένα.
Ἡ δὲ ἀνεκώκυέ
τε καὶ ἀνωδύρετο
‘φεῦ’ λέγουσα,
‘τοῦτο τὸ
κάλλος ἐπίβουλον ἀμφοτέροις
πανταχοῦ:
διὰ τὴν ἄκαιρον
εὐμορφίαν Ἁβροκόμης
μὲν ἐν Τύρῳ
τέθνηκεν,
ἐγὼ δὲ ἐνταῦθα:
’
ἀλλὰ
δέομαι σοῦ,
Λάμπων αἰπόλε, ὃς
μέχρι νῦν εὐσέβησας,
ἂν ἀποκτείνῃς,
κἂν ὀλίγον
θάψον με τῇ
παρακειμένῃ γῇ
καὶ ὀφθαλμοῖς
τοῖς ἐμοῖς χεῖρας
ἐπίβαλε τὰς σὰς
καὶ
θάπτων συνεχὲς
Ἁβροκόμην
κάλει:
αὕτη γένοιτ̓ ἂν
εὐδαίμων ἐμοὶ
μεθ̓ Ἁβροκόμου
ταφή.’
Ἔλεγε
ταῦτα, ὁ δὲ αἰπόλος
εἰς οἶκτον ἔρχεται
ἐννοῶν ὡς ἀνόσιον
ἔργον ἐργάσεται
κόρην οὐδὲν ἀδικοῦσαν
ἀποκτείνων οὕτω
καλήν.
Λαβὼν
δὲ τὴν κόρην ὁ αἰπόλος
φονεῦσαι μὲν οὐκ
ἠνέσχετο,
φράζει δὲ πρὸς
αὐτὴν τάδε. ‘Ἄνθεια,
οἶδας ὅτι
ἡ δέσποινα
Μαντὼ ἐκέλευσέ
μοι λαβεῖν καὶ
φονεῦσαί σε:
ἐγὼ δὲ καὶ θεοὺς
δεδιὼς
καὶ τὸ
κάλλος οἰκτείρας
βούλομαί σε μᾶλλον
πωλῆσαι πόρρω
ποι τῆς γῆς
ταύτης,
μὴ
μαθοῦσα ἡ Μαντὼ
ὅτι οὐ
τέθνηκας, ἐμὲ
κακῶς
διαθήσει.’
Ἡ δὲ
μετὰ δακρύων
λαβομένη τῶν
ποδῶν αὐτοῦ ἔφη
‘θεοὶ
καὶ Ἄρτεμι
πατρῴα, τὸν αἰπόλον
ὑπὲρ τούτων τῶν
ἀγαθῶν ἀμείψασθε,’
καὶ παρεκάλει
πραθῆναι.
Ὁ δὲ αἰπόλος
λαβόμενος τῆς Ἀνθείας
ᾤχετο ἐπὶ τὸν
λιμένα:
εὑρὼν
δὲ ἐκεῖ ἐμπόρους
ἄνδρας
Κίλικας ἀπέδοτο
τὴν κόρην,
καὶ λαβὼν τὴν ὑπὲρ
αὐτῆς τιμὴν ἧκεν
εἰς τὸν ἀγρόν.
Οἱ δὲ ἔμποροι
λαβόντες τὴν Ἄνθειαν
εἰς τὸ πλοῖον ἦγον
καὶ νυκτὸς ἐπελθούσης
ᾔεσαν τὴν ἐπὶ
Κιλικίας: ἐναντίῳ
δὲ πνεύματι
κατεχόμενοι
καὶ τῆς νεὼς
διαρραγείσης
μόλις ἐν
σανίδι τινὲς
σωθέντες ἐπ̓ αἰγιαλοῦ
τινος ἦλθον:
εἶχον δὲ καὶ τὴν
Ἄνθειαν.
Ἦν δὲ ἐν
τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ὕλη δασεῖα.
Τὴν οὖν
νύκτα ἐκείνην
πλανώμενοι ἐν
αὐτῇ ὑπὸ τῶν
περὶ τὸν Ἱππόθοον
τὸν λῃστὴν
συνελήφθησαν.
Ἐν δὲ τούτῳ
τις ἧκεν ἀπὸ τῆς
Συρίας οἰκέτης
παρὰ τῆς Μαντοῦς
γράμματα
κομίζων τῷ
πατρὶ Ἀψύρτῳ
τάδε Ἔδωκάς με ἀνδρὶ
ἐν ξένῃ: Ἄνθειαν
δέ,
ἣν μετὰ
τῶν ἄλλων οἰκετῶν
ἐδωρήσω μοι,
πολλὰ
διαπραξαμένην
κακὰ εἰς ἀγρὸν
οἰκεῖν ἐκελεύσαμεν.
Ταύτην
συνεχῶς ἐν τῷ
χωρίῳ
θεώμενος ὁ καλὸς
Μοῖρις ἐρᾷ:
μηκέτι
δὲ φέρειν
δυναμένη
μετεπεμψάμην τὸν
αἰπόλον
καὶ τὴν κόρην
πραθῆναι ἐκέλευσα
ἐν πόλει τινὶ τῆς
Συρίας.
] Ταῦτα μαθὼν ὁ Ἁβροκόμης
οὐκέτι μένειν ἐκαρτέρει:
λαθὼν
οὖν τὸν Ἄψυρτον
καὶ πάντας τοὺς
κατὰ τὸν οἶκον
εἰς ἐπιζήτησιν
τῆς Ἀνθείας ἔρχεται.
Ἐλθὼν οὖν ἐν τῷ
ἀγρῷ ἔνθα μετὰ
τοῦ αἰπόλου ἡ Ἄνθεια
διέτριβεν,
ἄγει δὴ παρὰ τὸν
αἰγιαλὸν τὸν
Λάμπωνα τὸν αἰπόλον,
ᾧ πρὸς γάμον ἐδεδώκει
τὴν Ἄνθειαν ἡ
Μαντώ,
ἐδεῖτο
δὲ τοῦ
Λάμπωνος εἰπεῖν
αὐτῷ εἴ τι οἶδε
περὶ κόρης ἐκ
Τύρου.
Ὁ δὲ αἰπόλος
καὶ τοὔνομα εἶπεν
ὅτι Ἄνθεια καὶ
τὸν γάμον
καὶ τὴν εὐσέβειαν
τὴν περὶ αὐτὴν
καὶ τὸν
Μοίριδος ἔρωτα
καὶ τὸ
πρόσταγμα τὸ
κατ̓ αὐτῆς καὶ
τὴν εἰς
Κιλικίαν ὁδόν:
ἔλεγέ
τε ὡς ἀεί τινος Ἁβροκόμου
μέμνηται ἡ
κόρη.
Ὁ δὲ αὐτὸν ὅστις
ἦν οὐ λέγει,
ἕωθεν δὲ ἀναστὰς
ἤλαυνε τὴν ἐπὶ
Κιλικίας ἐλπίζων
Ἄνθειαν εὑρήσειν
ἐκεῖ.
Οἱ δὲ περὶ τὸν Ἱππόθοον
τὸν λῃστὴν ἐκείνης
μὲν τῆς νυκτὸς ἔμεινον
εὐωχούμενοι,
τῇ δὲ ἑξῆς περὶ
τὴν θυσίαν ἐγίνοντο.
Παρεσκευάζετο
δὲ πάντα
καὶ ἀγάλματα
τοῦ Ἄρεος καὶ σῦλα
καὶ
στεφανώματα:
ἔδει δὲ τὴν
θυσίαν
γενέσθαι τρόπῳ
τῷ συνήθει.
Τὸ μέλλον ἱερεῖον
θύεσθαι, εἴτε ἄνθρωπος
εἴτε βόσκημα εἴη,
κρεμάσαντες
ἐκ δένδρου καὶ
διαστάντες ἠκόντιζον:
καὶ ὁπόσοι
μὲν ἐπέτυχον,
τούτων ὁ θεὸς ἐδόκει
δέχεσθαι τὴν
θυσίαν:
ὁπόσοι δὲ ἀπέτυχον,
αὖθις ἐξιλάσκοντο:
ἔδει δὲ
τὴν Ἄνθειαν οὕτως
ἱερουργηθῆναι.
Ὡς δὲ
πάντα ἕτοιμα ἦν
καὶ κρεμᾶν τὴν
κόρην ἤθελον,
ψόφος
τῆς ὕλης ἠκούετο
καὶ ἀνθρώπων
κτύπος.
Ἦν δὲ ὁ
τῆς εἰρήνης τῆς
ἐν Κιλικίᾳ
προεστώς,
Περίλαος τοὔνομα,
ἀνὴρ τῶν
τὰ πρῶτα ἐν
Κιλικίᾳ
δυναμένων.
Οὗτος ὁ
Περίλαος ἐπέστη
τοῖς λῃσταῖς
μετὰ πλήθους
πολλοῦ καὶ
πάντας ἀπέκτεινεν,
ὀλίγους δὲ καὶ
ζῶντας ἔλαβε:
μόνος δὲ ὁ Ἱππόθοος
ἠδυνήθη
διαφυγεῖν ἀράμενος
τὰ ὅπλα.
Ἔλαβε
δὲ τὴν Ἄνθειαν
Περίλαος
καὶ πυθόμενος
τὴν μέλλουσαν
συμφορὰν ἠλέησεν:
εἶχε δὲ ἄρα
μεγάλης ἀρχὴν
συμφορᾶς ὁ ἔλεος
Ἀνθείας:
ἄγει δὲ αὐτὴν
καὶ τοὺς
συλληφθέντας τῶν
λῃστῶν εἰς
Ταρσὸν τῆς
Κιλικίας.
Ἡ δὲ
συνήθης αὐτὸν
τῆς κόρης ὄψις
εἰς ἔρωτα ἤγαγε,
καὶ
κατὰ μικρὸν ἑαλώκει
Περίλαος Ἀνθείας.
Ὡς δὲ ἧκον εἰς
Ταρσόν,
τοὺς μὲν λῃστὰς
εἰς τὴν εἱρκτὴν
παρέδωκε,
τὴν δὲ Ἄνθειαν
ἐθεράπευεν.
Ἦν δὲ οὔτε
γυνὴ τῷ Περιλάῳ
οὔτε παῖδες,
καὶ
περιβολὴ
χρημάτων οὐκ ὀλίγη.
Ἔλεγεν οὖν πρὸς
τὴν Ἄνθειαν ὡς
πάντα ἂν αὐτὴ
γένοιτο Περιλάῳ,
γυνὴ
καὶ δεσπότις
καὶ παῖδες.
Ἡ δὲ τὰ
μὲν πρῶτα ἀντεῖχεν,
οὐκ ἔχουσα
δὲ ὅ τι
ποιήσειε
βιαζομένῳ καὶ
πολλῷ ἐγκειμένῳ,
δείσασα μὴ καί
τι τολμήσῃ
βιαιότερον,
συγκατατίθεται
μὲν τὸν γάμον,
ἱκετεύει
δὲ αὐτὸν ἀναμεῖναι
χρόνον ὀλίγον ὅσον
ἡμερῶν
τριάκοντα,
καὶ ἄχραντον
τηρῆσαι: καὶ
σκήπτεται ὁ δὲ
Περίλαος
πείθεται
καὶ ἐπόμνυται
τηρήσειν αὐτὴν
γάμων ἁγνὴν εἰς
ὅσον ἂν ὁ
χρόνος διέλθῃ.
Καὶ ἡ μὲν ἐν
Ταρσῷ ἦν μετὰ
Περιλάου,
τὸν
χρόνον ἀναμένουσα
τοῦ γάμου:
ὁ δὲ Ἁβροκόμης
ᾔει τὴν ἐπὶ
Κιλικίας ὁδόν:
καὶ οὐ
πρὸ πολλοῦ τοῦ ἄντρου
τοῦ λῃστρικοῦ ῾ἀπεπεπλάνητο
γὰρ
καὶ αὐτὸς τῆς ἐπ̓
εὐθὺ ὁδοὖ
συντυγχάνει τῷ
Ἱπποθόῳ ὡπλισμένῳ.
Ὁ δὲ αὐτὸν
ἰδὼν
προστρέχει καὶ
φιλοφρονεῖται
καὶ δεῖται
κοινωνὸν
γενέσθαι τῆς ὁδοῦ.
‘Ὁρῶ γάρ σε,
ὦ
μειράκιον, ὅστις
ποτὲ εἶ,
καὶ ὀφθῆναι
καλὸν καὶ ἄλλως
ἀνδρικόν:
καὶ ἡ
πλάνη φαίνεται
πάντως ἀδικουμένου.
’
Ἴωμεν
οὖν Κιλικίαν μὲν
ἀφέντες ἐπὶ
Καππαδοκίαν
καὶ τὸν ἐκεῖ
Πόντον:
λέγονται γὰρ οἰκεῖν
ἄνδρες ’
εὐδαίμονες.’
Ὁ δὲ Ἁβροκόμης
τὴν μὲν Ἀνθείας
ζήτησιν οὐ
λέγει,
συγκατατίθεται
δὲ ἀναγκάζοντι
τῷ Ἱπποθόῳ,
καὶ ὅρκους
ποιοῦσι
συνεργήσειν τε
καὶ
συλλήψεσθαι:
ἤλπιζε δὲ καὶ ὁ
Ἁβροκόμης ἐν τῇ
πολλῇ πλάνῃ τὴν
Ἄνθειαν εὑρήσειν.
book 3
Ἐκείνην μὲν οὖν
τὴν ἡμέραν ἐπανελθόντες
εἰς τὸ ἄντρον,
εἴ τι αὐτοῖς ἔτι
περιττὸν ἦν, αὑτοὺς
καὶ τοὺς ἵππους
ἀνελάμβανον:
ἦν γὰρ καὶ τῷ Ἱπποθόῳ
ἵππος ἐν τῇ ὕλῃ
κρυπτόμενος:
τῇ δὲ ἑξῆς
παρῄεσαν μὲν
Κιλικίαν,
ἐποιοῦντο δὲ
τὴν ὁδὸν ἐπὶ
Μάζακον,
πόλιν τῆς
Καππαδοκίας
μεγάλην καὶ
καλήν.