noun 200
+
άναξ, ακτος,
ὁ . . . king, lord
ανήρ, ἄνδρος,
ὁ . . . man
γαῖα, ης,
ἡ . . . earth, land
γέρων, οντος, ὁ .
. . old man
γυνή,
γυναικός, ἡ .
. . woman
δόρυ, δούρατος, τό
. . . spear, beam, tree
δῶμα,
ατος, τό
. . . house, room
έγχος,
εος, τό
. . . lance, spear
έπος, εος, τό
. . . word
έργον,
ου, τό
. . . deed, thing, work
ἕταιρος, ἕταρος, ὁ . .
. companion, pal
θεός,
οῦ, ὁ . . . God
θυμός,
οῦ, ὁ . . . heart, seat
of the will
ἵππος, ου, ὁ
. . . horse
λαός,
οῦ, ὁ . . . people,
crowd, host
μέγαρον, ου, τό
. . . (dining) hall μήτηρ,
τέρος,
ἡ . . . mother
μνηστήρ,
ῆρος, ὁ . . .
suitor, wooer
μῦθος,
ου, ὁ . . . word, saying,
story
νηῦς, νηός,
ἡ . . . ship
ξεῖνος, ου,
ὁ . . . guest, host, stranger
παῖς,πατρός,
little child
πατήρ,
πατρός, ὁ . . . father
πόλεμος, ου, ὁ . . . battle,
war
πόλις,
ιος, ἡ . . .
city
πούς,
ποδός, ὁ . .
. foot
υἱός, οῦ,
ὁ . . . son
φρήν, φρενός,
ἡ . . . mind, diaphragm
χαλκός,
οῦ, ὁ . . . bronze,
copper
χείρ,
χε(ι)ρός, ἡ . . .
hand
Noun 100 - 200
αἷμα, αἵματος,
τό . . . blood
άλοχος,
ου, ἡ . . . wife
ἅλς, ἁλός,
ὁ, ἡ . . . salt (m.); sea (f.)
άνεμος, οιο, ὁ . . . wind
άνθρωπος, ου, ὁ . . . humankind, man
άστυ, εος, τό
. . . city
βασιλεύς,
ῆος, ὁ . . . king
βίη, ης, ἡ . . . force, violence,
strength
βοῦς,
βοός, ὁ, ἡ . .
. cow, ox, bull,
γόνυ,
γουνός, τό . . . knee
δάκρυ,
υος, τό . . . tear (drop)
δῆμος,
ου, ὁ . . . inhabited
land; people
δόμος, οιο, ὁ
. . . home, house
δῶρον,
ου, τό . . . gift
ηέλιος,
ου, ὁ . . . sun
ῆμαρ,
ατος, τό . . . day
ἥρως, ωος,
ὁ . . warrior-hero
ηώς, ἠόος, ἡ
. . . dawn, morning
θάλασσα, ης, ἡ . . . sea
θάνατος, ου, ὁ . . . death
θεά, ᾶς,
ἡ . . . goddess
κεφαλή, ῆς, ἡ . . . head
κλισίη, ης, ἡ . . . hut
κούρη,
ης, ἡ . . . young girl,
daughter
κῦμα,
ατος, τό . . . wave
κύων,
κυνός, ὁ, ἡ . . . dog
μάχη,
ης, ἡ . . . fight
μένος,
εος, τό . . . rage, strength, fury
μοῖρα, ης,
ἡ . . . fate, portion, part
νόος,
ου, ὁ . . . mind, thought
νύξ, νυκτός,
ἡ . . . night, darkness
οῖκος, ου,
ὁ . . . house, home
οῖνος, ου,
ὁ . . . wine
οφαλμός,
οῦ, ὁ . . . eye, sight
πεδίον,
ου, τό . . . plain
πόντος, ου, ὁ . . . sea, the deep
ποταμός, οῖο
and ου, ὁ . . . river
πῦρ, πυρός, τό .
. . fire
στῆθος, εος, τό . . . breast
τεῖχος, εος, τό . . . wall
τεῦχος, εος, τό . . . armor, arms, tackle
τόξον,
ου, τό
. . . bow (for arrows)
ὕδωρ, ὕδατος,
τό . . . water
ὕπνος, ου,
ὁ . . . sleep
χρώς,
χροός, ὁ . .
. skin, body, flesh
ῶμος, ου, ὁ . . .
shoulder
Noun 50 - 100
αγορή, ῆς, ἡ . . .
meeting place; speech
αιξ, αἰγός, ὁ, ἡ . . .
goat
άλγος,
εος, τό
. . . pain
αλκή, ῆς, ἡ . .
. defense, valor, strenght
αμφίπολος, ου,
ἡ . . . handmaid
ἅρμα, ατος,
τό . . . chariot
ασπίς, ίδος, ἡ . . . shield
άχος, εος, τό .
. . anguish
βέλος, εος, τό . . . missile
βοή, ῆς, ἡ . . . shout
βουλή,
ῆς, ἡ . . . counsel,
plan
γόος,
οιο, ὁ . . . lamentation
γυῖα,
γυίων, τά
. . . joints, limbs
δαίμων,
ονος, ὁ, ἡ . .
. god, goddess; destiny, fate
δαίς,
τός, ἡ . . . feast
δέπας, αος, τό . .
. goblet, cup
δίφρος, οιο, ὁ . .
. chariot,
stool
δμῳαί,
άων, αἱ . . .
female slaves/servants
εἷμα,
ατος, τό . . .
garment, clothing
ευνή, ῆς, ἡ . . .
bed; anchor
ῆτορ, ορος, τό . . .
heart, lungs; spirit, soul
θάλαμος, οιο, ὁ
. . . (bride’s) chamber, bedroom
θεράπων,
οντος, ὁ . . . comrade-at-arms, squire
θρόνος,
ου ὁ . . . armchair, seat
θύρη, ης,
θύρη, ης, ἡ . . . door, gate
κάρη, κρατός,
τό . . . head,
summit, citadel
κήρ, κηρός,
ἡ . . . death; fate
κῆρ,
κῆρος, τό . .
. heart, soul
κῆρυξ, υκος,
ὁ . . . herald
κλέος, τό
. . . fame, glory, reputation, rumor
κονίη,
ας, ἡ . . . dust, ashes
κραδίη, ας, ἡ . . .
heart
κτῆμα, ατος,
τό . . .
possession, property
κῦδος,
εος, τό
. . . glory, majesty
λέων,
οντος, ὁ . . .
lion
μῆλον, τό . . .
(1) apple (2) sheep, goat
νέκυς,
υος, ὁ . . . corpse
νῆσος,
ου, ἡ . . . island
νόστος,
οιο, ὁ . . .
a return home
ξίφος,
εος,
ξίφος, εος, τό . . . sword
ὁδός, οῦ,
ἡ . . . journey, way
όις, ὄιος, ὁ, ἡ . . .
sheep
οιστός, οῦ, ὁ . . .
arrow, shaft
όλεθρος,
ου, ὁ
. . . destruction
ὅμιλος, οῦ,
ὁ . . . crowd, mob, throng
όρος, ὄρεος, τό
. . .
mountain
όσσε, τώ . .
. eyes οὐρανός,
ουρανός,
οῦ, ὁ . . . sky, heaven
όχος
(gen.pl., ὀχέων),
τό . . . chariot
πέτρη,
ἡ . . . rock, cliff, reef
ποιμήν,
ένος, ὁ . .
. shepherd
πόνος, ου, ὁ . . . labor, toil
πόσις, ιος, ὁ, ἡ . . . (1) husband (2) drink
πότνια,
ης, ἡ
. . . mistress, queen
πύλη,
ης, ἡ
. . . gate
σάκος, εος,
τό .
. . shield
σῆμα,
ατος, τό . . .
sign, token
σῖτος,
οιο, ὁ . . .
wheat, grain, food
στρατός,
οῦ, ὁ . . .
army, camp
συβώτης, ου, ὁ . .
. swineherd
σῦς,
συός, ὁ, ἡ . . . swine;
boar, hog
τέκνον, ου,
τό .
. . child
τέκος,
εος, τό . . . child
φάος, εος, τό . . . light
φιλότης,
ητος, ἡ . . .
friendship, love
φώς, φωτός, ὁ . . .
man
χθών,
χθονός, ἡ . . .
earth, ground
χιτών, ῶνος,
ὁ . . . tunic
χλαίνη,
ης, ἡ
. . . cloak, mantle
χόλος,
οιο, ὁ . . .
wrath, gall
χρή
. . . need, necessity
χρυσός, οῖο,
ὁ . . . gold
ψυχή,
ῆς, ἡ . . . life, soul, spirit
25 -50
αγγελίη, ἡ . .
. news, tidings
ου, ὁ . . .
messenger
αγρός, οῦ, ὁ . .
. country, field
αγών, ῶνος, ὁ . . .
arena; game
άεθλον,
τό
. . . prize for a contest
άεθλος,
ὁ . . . contest, struggle
αήρ, ἠέρος,
ὁ, ἡ . . . air
αῖα, αἴης, ἡ . . .
earth, land
αιδώς, όος, ἡ . . .
shame, respect
αιθήρ, έρος,
αιθήρ, έρος,
ἡ . . . sky, upper heaven
αῖσα, ης, ἡ
. . . destiny, lot
αιχμή, ῆς, ἡ . . .
point, spear
αιχμητής, ᾶο, ὁ . . .
spearman, warrior
ανάγκη, ης, ἡ . . .
constraint, necessity
αοιδή, ῆς, ἡ . . .
song
αοιδός, οῦ, ὁ . . .
bard
άποινα,
ων, τά . . .
ransom(s)
αρετή, ῆς, ἡ . . .
excellence
άρης, εος
(or -ηος), ἡ . . . combat
αριστεύς, ῆος, ὁ . . .
chief
άρνα (acc. only), τόν,
τήν
. . . lamb, sheep
άρουρα,
ούρης, ἡ . . . soil, ground
αρχός, ὁ . .
. leader
άτη, ης, ἡ
. . . ruin, folly
αυ λή, ῆς, ἡ
. . . courtyard
αυτή, ῆς, ἡ . .
. battle cry, war-whoop
αυχήν, ένος,
ὁ . . . neck
βίοτος, οιο,
ὁ . . . life, substance
βλέφαρον, τό . . .
eyelid
βορέης, αο, ὁ . . . the north-wind
γάμος, ου,
ὁ . . . marriage
γαστήρ,
έρος, ἡ . . . belly, womb
γενεή, ῆς,
ἡ . . . race, birth
βίοτος,
οιο, ὁ . . .
life, substance
βλέφαρον,
τό
. . . eyelid
βορέης,
αο, ὁ . . . the north-wind
γάμος, ου,
ὁ . . . marriage
γαστήρ,
έρος, ἡ . . . belly, womb
γενεή, ῆς,
ἡ . . . race, birth
γένος, εος, τό . . . race,
family
γέρας, αος, τό . . . (gift of)
honor
γῆρας,
αος, τό
. . . old age
δεῖπνον,
τό
. . . meal
δέμας, αος,
τό
. . . frame, structure
δεσμός,
οῦ, ὁ . . .
fetter, bond
δηιοτής,
ῆτος, ἡ . . .
conflict, combat
δμώς, ωός,
ὁ . . . slave (taken in war)
δόλος, ου,
ὁ . . . deceit
δόρπον, οιο,
τό .
. . supper
εδητύς, ύος, ἡ . . .
food, meat
έθνος,
εος, τό . . .
herd, swarm, host
εῖδος, εος,
τό . . .
appearance
εκατόμβη,
ης, ἡ . . . hecatomb
έλαιον,
τό
. . . olive oil
ενιαυτός, ὁ . . .
year
έντεα,
ων, τά
. . . weapons; armor
επίκουρος, ου, ὁ . . . helper in battle
ερετμόν, τό .
. . oar
έρις, ιδος,
ἡ . . . strife
ἕρκος, εος,
τό .
. . hedge, fence, court
έρος, ου, ὁ
. . . love, passion, desire
ζυγόν, τό . . .
crossbar, yoke; bridge
ἡγεμών, όνος,
ὁ . . . leader, guide
ἡγήτωρ, ορος,
ὁ . . . leader, chief
ἡμίονος, ὁ, ἡ . . .
mule ἡνία, τά . . .
reins
ἡνίοχος,
ου, ὁ . . . charioteer
ήπειρος, ου,
ἡ . . . mainland